Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2017

Της Αποπλάνησης




Μην ακούτε τους ποιητές
που είναι υπερασπιστές ανυπόστατων πραγμάτων:
Κήρυξα πόλεμο στην ανθρωπότητα
ορκίστηκα αιώνια έχθρα
λέει ο Λασενέρ ο λόγιος ληστής.
Δεν θα χύσω ούτε μιά στάλα αίμα μόνο μελάνι.

Κι ο άλλος λέει: Θα φτιάξουμε εδώ ένα Στρατό
γιατί θα χύσουμε αίμα.
Πρώτα – πρώτα το δικό μας
Το αίμα νικάει το σπαθί.
Χα, χα! Αίμα, Σπαθί, Θεός, Χοάνη!
Θα ματώσουμε γερά!
Εννοεί σα τον Λασενέρ: εσείς αίμα, εγώ μόνο μελάνι!

Στέκει ο άλλος, ο παράλλος, μπροστά σε μιά κοπέλα στο μετρό
μιά λεπτήν κοπέλα, χωρίς να το ξέρει αυτή, απόψε
θα διαβεί το μαύρο κατάμαυρο ποτάμι
ούτε τα φωτισμένα βαγόνια θα βοηθήσουν
ούτε το των συνανθρώπων πλήθος
όρθια στέκει και σφίγγει στο στήθος
της την τσάντα με χέρια σταυρωμένα
γυμνός ξεπροβάλλει ο ψηλός λευκός λαιμός
στηρίζει δυό μάτια αέρινα
σα λουλουδιού στημόνι
και κοιτάει τούτο το λαιμό
όπως λιοντάρι το ελάφι στη σαβάννα
κι είναι πράγματι λαφίνα.

Στρέφει το κεφάλι αλλού 
ν’ αποφύγει το στυλωμένο βλέμμα
αλλά μάταια, είναι σα να του δίνει
τον τρυφερό λαιμό, υψώνει προς τα πίσω το μουσούδι
σα λάφι που οσμίζεται κίνδυνο και κοιτάει πέρα
ίσως είναι μόνο ο πρώτος αέρας της άνοιξης
που φτάνει σε τρεμάμενα ρουθούνια.
Κι αρχίζει η φωνή ν’ ανεβοκατεβαίνει ρυθμικά,
τόσο όσο χρειάζεται για ν’ ακούγεται μόνο απ’ αυτήν
πάνω απ’ τον θόρυβο που κάνουνε οι ρόδες
πάνω στις σιδερένιες βέργες-ράγες και
οι πόρτες που ανοιγοκλείνουν
και το πλήθος που μπαινοβγαίνει
και μετράει η φωνή,
πόσα φιλιά χωρούν στο μακρύ λαιμό της
από την κλείδα, λοξά, απάνω, ως τ’ αυτί
ένα, δύο, τρία,
εφτά μετράει η φωνή

κοιτάει αυτός έξω, τις σκοτεινές γαλαρίες
αλλά η φωνή δεν παύει
μιλάει για το πάνω χείλος της
που κυρτώνει προς τα κάτω, σα σαμπρέλα φουσκωτό
όλο κρυφήν αναίδεια, τού αξίζει να τιμωρηθεί
ίσως με απανωτές δαγκωματιές, ίσως με κάτι άλλο
πρέπει επειγόντως, τέτοιο καμπύλο σκάνδαλο
να γυρέψει εξιλέωση, να εκλιπαρήσει έλεος.
Κι αυτή, θεόβουλη, της είναι απίστευτο,
πού βρέθηκε αναπάντεχα τέτοια αδυναμία?

Τής περιγράφει τον εαυτό της, τής ξανασχεδιάζει το πρόσωπό της
ξαναγράφει το κορμί της ίσαμε κάτω τ’ ακροδάχτυλα
τα πόδια της γυμνά, ξεκάλτσωτα μέσα στις γόβες
-χειμώνα καιρό- τα ονομάζει φυλακισμένα καλοκαίρια
Τής βγάζει με τα λόγια το γοβάκι
παίρνει στα χέρια του το πέλμα
αυτή πνιχτά φωνάζει, μη
αλλά δεν τραβά το πόδι.
Και της φιλεί γονατιστός τα δάχτυλα
αυτή κοιτά με δέος
διότι ξέρει πως κρυφά μέσα της
  ήδη
λογαριάζει να του παραδοθεί
σε τούτον δω τον ασουλούπωτο, τούτον δω τον αγριεμένο γύφτο.

Κάνει ξανά το τραίνο στάση, με πάταγο ανοίγουνε οι πόρτες
κόσμος βγαίνει-κόσμος μπαίνει
και προτού κλείσουνε ξανά, ορμάει αυτή όξω
μες το απρόσωπο το πλήθος.
Αλλά το νοιώθει, δεν είναι μόνη, ακολουθιέται.
Από τη στιγμή που βγήκε η φωνή
ξοπίσω της-
δεν τη γλυτώσανε οι πόρτες-
το ξέρει: είναι χαμένη η φτωχή κοπέλα.

Γι αυτό σας λέω: μην ακούτε τους ποιητές
Μην ακούτε αυτή την φάρα!
Καλύτερα οι αριθμοί, καλύτερα η λογική
μόνο η Στέρεη Σκέψη σώζει.
Σταθείτε ως την ύστατη στιγμή στους κινδύνους!
Είναι επικίνδυνη η καρδιά σας λέω.
Μην ακούτε κανένα, γέμισε ο τόπος σκοτεινούς εκμαυλιστές!

Ή τουλάχιστον ακούστε μόνο εμένα.
Έζησα για την ποίηση και έζησα μ’ αυτήν.
Χωρίσαμε σαν φάνηκε ο ατμώδης θόλος
σα στέμμα πάνω απ’ το ποτάμι.
Τις όχθες του και τους βαρκάρηδες
δεν αντίκρισα ποτές, έστρεψα τη ράχη
στους ψίθυρους και τους προφητικούς βατράχους
έχασα τους καλαμώνες και τους παιδικούς φόβους.
Τράπηκα στου κάμπου τη σιωπή.

Δεν έχουμε ψωμί, είπατε, μόνο λίγο κρασί
και μερικές γλυκοπατάτες
και τρέμει η καρδιά μας
ούτε ξέρουμε, θα γυρίσουμε στα σπίτια μας
και τούτο το χειμώνα?

Ήτανε βαριόμοιρο το καλοκαίρι
χάσαμε πολλούς ανθρώπους
έπηξε ο λαιμός μας σκόνη.

Γι αυτό σας λέω: ακούστε μόνο εμένα
είμαι ο γιος σας της χαράς
είναι η ζωή μου γάμος.
Δεν ανήκω εγώ μάτια μου στους ποιητές
αλλά στην αλητεία, που τίποτα σ’ αυτή τη γη δεν εξιλεώνει.

Γι αυτό, φέρτε τις κούπες για κρασί
ανοίξτε τις πόρτες να μπουν οι μουσικοί
για λίγο είμαστε εδώ
κι απέ, στους πέντε ανέμους για πάντοτε χαμένοι.


                                                                       Β.Η

3 σχόλια:

  1. Οι ποιητές ξέρουν... Θέλει να ακούσει κανείς; Ή μήπως κανένας δεν ακούει κανέναν;
    Να γίνουμε κι εμείς ποιητές! Υπάρχει ελπίδα να σωθούμε τότε;
    Βασίλης Ηλιάδης

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ναι... στην αποπλάνηση των ποιητών... Γιατί το μυστικό των ποιητών είναι ότι αυτοί μπορούν να κάνουν την ψυχή του παιδιού ν' αντηχεί στο πνεύμα της ωριμότητας... Ρένα Μοράρη

    ΑπάντησηΔιαγραφή