Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2016

Ο Μονόλογος μιας νεαρής Μολδαβής

    -Πώς τα βλέπεις τα πράγματα?
    -Πώς να τα βλέπω? Δεν ξέρω! Δεν είμαι και πολύ καλά τώρα τελευταία. Δεν νοιώθω και πολύ καλά. Να δηλαδή τα βλέπω όλα λίγο αρνητικά. Είμαι λίγο απαισιόδοξη τώρα τελευταία και μου φαίνεται για αυτό δεν τα βλέπω καλά! Όταν σκέφτομαι τι γίνεται γύρω- Να, όλο αυτό που συμβαίνει, δεν νοιώθω καθόλου καλά! Νοιώθω οργή και ντροπή. Για όλα αυτά που αγοράζω, για αυτά που τρώω, καμιά φορά για αυτά που σκέφτομαι. Βλέπω πώς φερόμαστε εμείς οι άνθρωποι, ο ένας στον άλλον, κανείς δεν αντέχει κανέναν. Και το τί κάνουμε δεν λέγεται! Ο ένας στον άλλον. Και στη φύση. Στο περιβάλλον. Τι γίνεται με τα δάση, με τα νερά, τον αέρα. Τι κάνουμε σ’ αυτόν τον Πλανήτη. Βλέπω τα ζωάκια - Δεν κάνουνε αυτά που κάνουμε εμείς. Γίνεται να είναι έτσι ο άνθρωπος? Τόσο κακός? Υπάρχουνε τα 7, πώς τα λένε? Και τα κάνουμε όλα Εγώ πιστεύω σ’ αυτά τα 7… Ξέρεις, απληστία… και τα άλλα.
    -Αμαρτήματα!
    -Ναι, αμαρτήματα. Δηλαδή πιστεύω ότι είναι αμαρτήματα. Υπάρχουν πολλοί που τα κάνουν όλα! Το ένα μετά το άλλο! Λες και τους είπες να τα κάνουν. Λες και είναι το καλό, αυτό δηλαδή που πρέπει να κάνουν. Κι άμα συνεχίσουμε έτσι, άμα δεν αντιδράσουμε, δεν υπάρχει λόγος να ζούμε. Δεν υπάρχει λόγος να είμαστε πάνω στη γη. Καλύτερα να πεθάνουμε όλοι. Να καθαρίσει αυτό το πράγμα. Να καθαρίσει η γη. Ν’ αρχίσουνε όλα από την αρχή.
    Και οι περισσότεροι άνθρωποι δεν ξέρουν τι γίνεται. Δεν έχουν ιδέα. Ούτε τους νοιάζει καν. Οι περισσότεροι από τους μισούς. Δεν τους ενδιαφέρει καθόλου. Νοιώθω μίσος και οργή. Για αυτούς που σκοτώνουνε παιδάκια. Για αυτούς που βιάζουνε γυναίκες. Που σκοτώνουνε ο ένας τον άλλον. Και καταδικάζουνε τους άλλους στην πείνα. Και στον φόβο. Δεν ξέρω, υπάρχει φόβος.
    -Για τι πράγμα?
    -Δεν ξέρω. Για αυτό που έρχεται! Και τα κάνουν όλα. Επειδή μπορούν να τα κάνουν. Έτσι απλά! Επειδή μπορούν! Και πρέπει να πληρώσουν όλοι αυτοί. Πρέπει να πληρώσουν. Δεν γίνεται να καθαρίσουν με μια συγνώμη. Ζητάς συγνώμη από κάποιον που πατάς, όχι από κάποιον που σκοτώνεις! Πρέπει να υπάρξει τιμωρία. Να τιμωρηθούνε για όσα έχουν κάνει! Δεν γίνεται να συνεχίσουμε έτσι. Πού θα πάει όλο αυτό? Ναι, πρέπει να υπάρξει τιμωρία! Και γίνεται όλο και χειρότερο. Ίσως έτσι ήτανε ο άνθρωπος από παλιά. Ναι, μάλλον έτσι ήτανε. Αλλά τώρα δεν πάει άλλο. Άμα καταστραφούμε, αυτό θα ’ναι δίκαιο!
    ….Δεν ξέρω μπορεί να έχω και άδικο που τα βλέπω έτσι. Μπορεί να είμαι εγώ έτσι! Να είμαι δηλαδή λίγο παράξενη! Ας έρθει κάποιος να μου πει ότι έτσι πρέπει να είναι τα πράγματα κι ότι εγώ είμαι που τα βλέπω παράξενα! Ας μου πει ότι υπάρχει λόγος που είναι έτσι!
    -Σ’ ευχαριστώ πολύ!
    -Για τι πράγμα?
    - Για τον λόγο που μου έβγαλες.
    -Α, τον λόγο! Σου έβγαλα λόγο?
    -Βέβαια!
    -Ξέρεις έτσι που δεν νοιώθω καλά, πολύ καιρό τώρα, σκέφτομαι να βάλω μια κάμερα και να βγάλω έναν λόγο και να τον βάλω στο internet!
    - Να έρθω μια μέρα με μια κάμερα και να επαναλάβεις αυτά που μου είπες?
    -Δεν ξέρω, έχω …λογοφοβία!
    -Τρακ!
    -Ναι τρακ! Όχι τρακ! Λογοφοβία!
    - Τι είναι λογοφοβία? Αγοραφοβία?
    -Όχι, αγοραφοβία είναι όταν έχεις φόβο να βγεις στην Αγορά. Λογοφοβία, όταν έχεις φόβο να μιλήσεις δημόσια! Τι λες, θ’ αλλάξει κάτι άμα τα βγάλω στο internet?
    -Όχι!
    -Πού πας? Φεύγεις?
    - Ε, ναι, είμαι τόση ώρα εδώ, ακούσαμε μουσική, μιλήσαμε, είπαμε πολλά, όλα όμως ήτανε σαν… προθέρμανση για να μου πεις αυτά που μου είπες! Δεν υπάρχει πλέον τίποτα καλύτερο να ειπωθεί!
    -Άντε καλά! Να κλείσω κι εγώ.
    -Γειά!
    -Γειά, τα λέμε!

                                                                                                           απόδοση: Β.Η

Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2016

Αγρότες στο κέντρο της Πόλης

    Παρασκευή στις 12μισυ τη νύχτα βγαίνω από το μετρό Σύνταγμα. Η Δημόσια σφαίρα βουίζει από το τις αγροτικές κινητοποιήσεις. Ραδιόφωνα και τηλεοράσεις προβάλλουν την άφιξή τους. Τέτοια ώρα φυσικά, προσεγγίζω το πρόβλημα πλαγίως. Μπαίνω, σαν να λέμε, από την πόρτα της κουζίνας. Μερικά αντίσκηνα και κόσμος. Δύο απ’ αυτά είναι κρητικά. Ένα συνεργείο αρπακτικών των ΜΜΕ τραβά την προσοχή μου. Η επικεφαλής, μια ψηλή ξανθιά κοπέλα  με ένα μικρόφωνο στο χέρι, εντοπίζει έναν Κρητικό με μαύρες μπότες, κανά 55αριά χρονών, κι αρχίζει να τον γυροφέρνει. Ο άνθρωπος πείθεται και της προσφέρει κάθισμα. Δεν ήτανε και δύσκολο, η κοπέλα είναι όμορφη. Απέναντί τους σηκώνεται η κάμερα. Εκείνη τη στιγμή, δύο από το συνεργείο, μες τη φούρια, τής φωνάζουν: Τζίνα, έλα εδώ, πάμε στις σκηνές. Η Τζίνα γυρνάει και τους λέει στριμωγμένη: Δεν μπορώ τώρα να τον αφήσω- και τους κλείνει το μάτι μ’ ένα τρόπο πολύ βρώμικο. Ο Κρητικός, τίποτα δεν είδε γιατί κάθεται από την άλλη τη μεριά. Οι ερωτήσεις είναι χαζές αλλά αν για κάποιους η χαζομάρα είναι πρόβλημα, για τα αφεντικά των ΜΜΕ είναι προσόν. Συνήθως αρκεί το περιτύλιγμα, δηλαδή η παρουσιάστρια.
    Ο Κρητικός αφηγείται τη σύντομη ιστορία τους χαμογελώντας ζεσταμένος από την παρουσία της, αλλά κι αυτή τού αφήνει χώρο. Χαμογελάει και συγκατανεύει, μάλιστα, κάποιες στιγμές γίνεται γλυκιά, σχεδόν συμπαθητική. Τον αφήνει να μιλά τραγουδιστά, έχει σχεδόν ξεχαστεί, ούτε απ’ αυτήν διαφεύγει ότι ο Κρητικός υπήρξε ωραίος άνδρας.
    Τελειώνοντας, ο άνθρωπος σηκώνεται, μπαίνει στη σκηνή και ύστερα από λίγο βγαίνει με μια μπουκάλα τσικουδιά και  κρητικές κουλούρες. Τής γεμίζει ως απάνω ένα ποτήρι, το ίδιο και στον κάμεραμαν. Εν τω μεταξύ, πλακώνουνε οι άλλοι δυό, πάντα φουριόζοι, γίνεται μιά ανακατωσούρα, η ξανθιά φεύγει χωρίς καν να χαιρετήσει. Κοιτάω τον Κρητικό: κάθεται κάπως συρρικνωμένος, σαν να έχασε την ουσία του. Παντού τριγύρω συνεργεία έχουν απομονώσει τους πιο φολκλόρ -γέρους με μπαστούνες- τους φωτίζουν μες τη νύχτα και τους ρουφάνε τη ψυχή. Φέρνει αηδία να ακούς τους λελέδες της τηλεόρασης να αποκαλούν τους γέρους: Σύντεκνε!
     Σαν Χουάν Τσαμούλα Chiapas Μεξικό ’87. Ένα  ινδιάνικο χωριό στα οροπέδια- Τσαμούλα. Μιά εκκλησία- Σαν Χουάν. Δυο χρόνια πριν, οι ντόπιοι σκότωσαν δυο ξένους που έβγαζαν φωτογραφίες μες την εκκλησία. Από τότε η Ινδιάνικη κοινότητα έχει βάλει έναν φύλακα έξω από την εκκλησία ο οποίος καθιστά σαφές στους ξένους: εκεί μέσα δεν τραβάτε φωτογραφίες! Όχι μόνο μέσα εκεί, αλλά πουθενά στο χωριό κανείς δεν βγάζει κάμερα. Τελικά μόνο για το δικό μας αίμα έχουμε σεβασμό.
    Για τους Ινδιάνους, όποιος φωτογραφίζει κάποιον, τού κλέβει την ψυχή. Όποιος φωτογραφίζει ένα ναό, κλέβει την ψυχή του Θεού. Μέσα στην εκκλησία έχουν σκορπίσει χόρτο πάνω στα δάπεδα, Ινδιάνες γονυπετούν, η κάθε μιά μπρος στο αναμμένο καντηλάκι της, χαμένες σ’ άλλον κόσμο, το καντηλάκι αντιφεγγίζει μες τα μάτια, κι από ψηλά στον τρούλλο τις στέφουν ένας αητός ένας λέων ένα φίδι κι ένας ταύρος. Κι εμείς, μες την αγέρωχη επιστήμη μας, γελάγαμε με τέτοιους πολιτισμούς. Έπρεπε να έρθουν οι κοινωνιολόγοι μας, να μάς μιλήσουν για την κυριαρχία της εικόνας για να καταλάβουμε ότι… οι πρωτόγονοι είχαν δίκιο.

   Απαίσια φήμη συνοδεύει το μικρό χωριό. Το μικρό χωριό ζει το σεβασμό.

   Φέρνει, ακόμα, αηδία αυτός ο κόσμος που κατασπαράζει ανθρώπους και τον βάσανό τους, μετατρέποντάς τους σε εικόνα για να ταΐσει λιμοκτονούντες και βουλιμικούς τηλεθεατές-ανάπηρους που θρέφονται απ’ τα μάτια. Τελικά οι ανθρωπότητα δεν ξέφυγε ποτέ από τον κανιβαλισμό, μόνο τον ευπρέπισε λιγάκι αφαιρώντας του το αίμα. 
    Επόμενος άρπαγας, ένας νεαρός Χρυσαυγίτης. Κάνει μπαμ η κομματική του ένταξη λόγω υστερίας. Πιάνει κι αυτός στασίδι και πώς τα κατάφερε, μέσα σε 5 λεπτά, κι έφερε τη συζήτηση στον Εμφύλιο? Καταφέρεται με μένος ενάντια στον Βελουχιώτη. Βρίζει απαξάπαντες τους πολιτικούς (ως και τον… Εθνάρχη- ιδιαίτερα αυτόν) πλην Ελευθερίου Βενιζέλου (γλύφει). Ο Κρητικός και ένας φίλος του δηλώνουνε σεμνά ότι είναι κομμουνιστές. Αυτουνού δεν ιδρώνει τ’ αυτί, το αντιπαρέρχεται, και προσπαθεί να συνεχίσει την αγκιτάτσια. Γίνεται όμως φανερό: οι Χρυσαυγίτες νοιώθουν κάποιο κρυφό φθόνο για το ΚΚΕ και την ένοπλη νιότη του. Οι Κρητικοί τού ξεκαθαρίζουνε, ευγενικά αλλά με σταθερότητα, ότι η συζήτηση τελειώνει εκεί. Ο πιτσιρικάς στριφογυρίζει αμήχανος στο κάθισμα για λίγο κι ύστερα φεύγει με κατεβασμένα αυτιά. Και μένα με ρουφάει το μετρό οι γαλαρίες του και η περισυλλογή του.

    Την άλλη μέρα, Σαββάτο μεσημέρι κατεβαίνω Σύνταγμα ξανά. Παντού κυριαρχεί το ΠΑΜΕ κι οι σημαίες του. Εδώ κι εκεί αριστεριστές με το πανό τους. Τα μεγάφωνα χαλούν τον κόσμο. Λόγοι αγροτοσυνδικαλιστών εναλλάσσονται με παιάνες. Κανένας δεν ακούει. Αγρότες βγάζουν το άχτι τους μπρος σε μικρά ακροατήρια. Είναι οι μικροί σταρ της ημέρας.
    Κάθομαι σε μία άκρη. Τα πανό μαζεύονται κι αρχίζει η αποχώρηση, οι σκηνές ξεστήνονται και τα γρασίδια αδειάζουν, οι μουσικές συνεχίζουν εκκωφαντικά. Μαζί με την τσίκνα απ’ τα σουβλάκια μια αριστερίλα σηκώνεται από την πλατεία. Ούτε και σήμερα έγινε κάτι. Είναι φυσικό. Ούτε και σήμερα ειπώθηκε κάτι άξιο ν’ ακουστεί. Τι γίνεται με τη γη- τι γίνεται με τα τρόφιμα που τρώμε- πώς γίνεται κάποιος, ο οποίος υποτίθεται πως αγαπάει τη δουλειά του, να φουσκώνει και να δηλητηριάζει τα προϊόντα του με ορμόνες και φυτοφάρμακα- τέτοια πράγματα δεν ειπώθηκαν. Αν πάλι δεν υπάρχει αγάπη για τη γη, το πώς απαιτεί κάποιος να βγάλει λεφτά απ’ αυτήν, κάνοντάς της μπαγαποντιές - πάλι δεν ειπώθηκε. Από τους τρεις πόλους της διαμάχης κανείς δεν είναι ειλικρινής. Όλοι κρατούν μολυβάκι και χαρτί. Οι Ευρωπαίοι θέλουν τα λεφτά τους – αέρα λεφτά. Η κυβέρνηση υπολογίζει ψήφους και έδρες.Και οι αγρότες θέλουν να ζήσουν και η γη και οι... καρποί της να παν να γαμηθούν. Από δε τους προστρέξαντες πολίτες, 9 στους 10 κάνουν άχρηστες δουλειές- επίφοβες δουλειές και δεν μιλώ μόνο για διαφημιστές ή για… πιτσαδόρους.
    Επομένως αν-  έβδομο χρόνο «κρίσης»- από την πλευρά των πληγέντων δεν υπάρχει το θάρρος να ειπωθεί έστω μια αλήθεια, το παιχνίδι είναι χαμένο. Γιατί για μένα η περιβόητη η κρίση δεν είναι κρίση οικονομική αλλά κρίση ειλικρίνειας.
    Σηκώνομαι να φύγω. Στη γωνία στο Public, μια ομάδα αγροτών από τον Όλυμπο συσκέπτεται για την αποχώρηση και είναι στα τηλέφωνα. Ανάμεσά τους, μια γαλονάτη αστυνόμος, ξανθιά με πρησμένα γαλάζια μάτια, μιλάει στο walkie-talkie. “Αρχηγέ, τι αποφασίσατε?” απευθύνεται στον επικεφαλής. Υπάρχει στο ύφος της κάτι ανάμεσα σε ελαφρά ειρωνία και αναγνώριση της καλής οργάνωσης των αγροτών που πολλές φορές τους αιφνιδίασε. Ακόμα, κάτι από τον πάνδημο σεβασμό προς τους αγρότες: δεν είναι τίποτα …προλετάριοι αλλά οι προπάτορες όλων μας.
    “Πλατεία Καραϊσκάκη”, λέει αυτός. Τους δίνει κατευθύνσεις και ενημερώνει στο walkie-talkie. “Προσέξτε τους αναρχικούς, μην παρεισφρύσσουν ανάμεσά σας”, λέει κοιτώντας με νόημα προς τα Προπύλαια. Και μια τσαούσα με αγριεμμένο  μάτι, από άλλο μπλόκο, που συζητάει μαζί τους, προειδοποιεί: προσέξτε.. αυτά τα ρρρεμάλια..! λέει με (ακατανόητο) μίσος πριν να φύγει.
   Στρίβω στην άδεια  Σταδίου και παραγγέλνω έναν “τούρκικο” στο coffee island. Σκαρφαλώνω και σ’ ένα σκαμνί. Δέκα λεπτά μετά εμφανίζεται μια μηχανή της αστυνομίας, ο γκριζομάλλης οδηγός πάει αργά, κορνάρει συνεχώς. Ειδοποιεί τους καταστηματάρχες να κλείσουν. Τα ρολά αρχίζουν να κατεβαίνουνε παντού. Ανεβαίνουν οι αναρχικοί! (αυτά τα ρεμάλια).Τελικά, καμμιά αμφιβολία: έχουμε ένα κράτος μαγαζατόρων! Η ώρα είναι 2.30’ ακριβώς. Μού παίρνουν μάνι-μάνι το σκαμνί. Εμφανίστηκε το απόλυτο κακό! Οι πλαϊνοί δρόμοι κλείνουν από μηχανές της αστυνομίας. Το κράτος παίρνει θέσεις! Πίσω τους, μια ταλαίπωρη διμοιρία τους έχει πάρει στο κατόπι.
     Μόνο που ο κακός του παραμυθιού βαδίζει βαρύς και θλιμμένος σ’ έναν έρημο κόσμο και φτάνει πολύ αργά.

   Δεν είναι κι άσχημα να αλητεύεις μέσα στις διαδηλώσεις και τις φαντασιοκοπίες των άλλων. Αργά ή γρήγορα θα συναντήσεις τις δικές σου.


                                                                                                                             Β.Η

Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2016

Τα ερείπια είναι το όριο του «Φιλήσυχου Πολίτη»

https://www.facebook.com/Mahmoudbitar1964/videos/700863506682971/


    Δείτε καλά! Αυτό είναι ό,τι έμεινε από το πέρασμα ενός Νυκτερινού Θεού. Διάβηκα προσεκτικά πατώντας στα βήματά του. Η λάμψη των πυρκαγιών φωτίζει το σκοτάδι.
    Στη Συρία δεν υπάρχουν λογικοί άνθρωποι πλέον. Όσοι δεν έφυγαν κείτονται στο χώμα ή χώθηκαν στις φυλακές. Οι υπόλοιποι χωρίστηκαν στα δυο: οι μεν θα καταστρέψουνε τη χώρα για να την κρατήσουν, οι δε, για να την κατακτήσουν. Έτσι πτωχεύει η περίφημη αγάπη για την ήσυχη ζωή. Έτσι τελειώνουν τα ήσυχα χρόνια.
 
  Πόσο παράξενο… να πέφτεις θύμα της ειρήνης! 

        Κοιτάξτε προσεκτικά γιατί «αυτά θα γίνονται και θα ξαναγίνονται όσο η φύση του ανθρώπου θα παραμένει ιδία».

                    Άσχημες πόλεις
                    μόνο ερειπωμένες
                    φτάνετε στην ομορφιά.
                  
                    Αντίο όμορφα φριχτά ερείπια.

                                                                                                                        Β.Η

Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2016

ΜΕΡΑ ΑΠΕΡΓΙΑΣ

   Κατεβαίνουν τα απομεινάρια της διαδήλωσης την Πανεπιστημίου. Τα καθώς πρέπει κόμματα έχουν ήδη στείλει τον κόσμο τους σπίτι να δει τηλεόραση. Μπροστά μου οι αναρχικοί μπουμπουλωμένοι με μάσκες, κράνη και τα στυλιάρια με τα μαυροκόκκινα σημαιάκια. «Αγώνας για την Κοινωνική Επανάσταση» λέει ένα απ’ τα πανό. Φωνάζουν: «Ζήτω το Παγκόσμιο Προλεταριάτο». Περίεργο σύνθημα σκέφτομαι. Το απελευθερωτικό κίνημα δεν αγωνίζεται για το τέλος του προλεταριάτου? Για να μην είναι κανένας άνθρωπος προλετάριος?
   Οι διμοιρίες τους ακολουθούνε δεξιά και αριστερά από τα πεζοδρόμια. Τους μόνους που φοβάται στον δρόμο το κράτος είναι αυτοί. Είναι κατά κάποιον τρόπο εύφλεκτοι. Τι κρίμα για τους αναρχικούς! Έχουνε τη βούληση και την αντοχή αλλά δεν έχουνε τον τρόπο. Από κει που στέκομαι είναι φανερό: Δεν ξέρουνε από πού να το πιάσουνε το πράγμα αφού είναι Λερναίο. Μόλις πάνε να το αδράξουνε πάλι τους ξεφεύγει. Στη γωνία Εμμ. Μπενάκη οι αριστεριστές τραβάνε για την Ομόνοια και οι αντιεξουσιαστές στρέφουνε την πλάτη προς το …παγκόσμιο προλεταριάτο και επιστρέφουν στα Εξάρχεια.
    Κατηφορίζω στην Ομόνοια. Ο κόσμος διάσπαρτος γεμίζει την πλατεία. Σηκώνω το βλέμμα σε δυο απ’ τις παλιές Κυρίες, δύο μνημεία του στυλ: το ξενοδοχείο «Μπάγκειον» και το «Μέγας Αλέξανδρος» που δεκαετίες και δεκαετίες δίνουν κύρος σ’ αυτό το εμβληματικό κέντρο της λαϊκής Ελλάδας που είναι η Ομόνοια. Σιγά-σιγά τα τροχοφόρα… του καπιταλισμού διαβρώνουν τη «λαϊκή βούληση». Σε λίγο δεν θα ‘χει απομείνει εδώ παρά ο δικός της κόσμος, η μούργα της κοινωνίας. Ήδη μια οικογένεια γύφτων απ’ τα Τρίκαλα εμφανίστηκε και ρωτάει πώς θα πάει στον Πειραιά. «Πεινάμε», λέει ο πατέρας που η φάτσα του, από την πρώτη στιγμή που τον είδα, μου θύμισε τον Ζορμπά. «Δεν ξέρετε τι θα πει πείνα!»
    Ανηφορίζω προς τα Εξάρχεια.  Εδώ η πλεονάζουσα και λιμνάζουσα ενέργεια των πλέον σκληροτράχηλων και των χαβαλέδων αναφλέγει κάδους και σκουπίδια. Μπύρες, κάδοι, πεζοδρομιάδα. Το τέλος μιας γιορτής που δεν άρχισε, all over again!
   Πίνω έναν χάλια καφέ στην κατάληψη του ΒΟΞ, το μόνο μέρος που είναι ανοιχτό. Κλείνουν για λίγο οι πόρτες για να μη μας πνίξουν τα ντουμάνια από τους κάδους. Είναι θλιβερό να ξεσπάς στο σπίτι σου. Δεν ξέρουν πως παρόμοια έχουν ξαναγίνει αλλού κι αλλιώς. Στη δεκαετία του ’60 οι μετανάστες στη Γερμανία άκουγαν τις Κυριακές τον Καζαντζίδη και έσπαγαν τα έπιπλά τους. Κυριολεκτικά διέλυαν τα σπίτια τους και τα νοικοκυριά τους.
   Νωρίτερα, αναρχικοί και Άκρα Αριστερά την «έπεσαν» σε αγρότες που φώναζαν συνθήματα της Χρυσής Αυγής. Κατεβαίνοντας την Ιπποκράτους οι Αυτόνομοι είχαν τοιχοκολλήσει αφίσες που έγραφαν: «Δεν διαδηλώνουμε με τα αφεντικά». Προφανώς ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ και πολιτικά κόμματα. Πφφ! Εργατοπατέρες και πολιτικοί! Μα τι μοναξιά να διαδηλώνεις χωρίς τα αφεντικά!
   Ακούγοντας απόμακρα μπουμπουνητά από τις «κρότου- λάμψης» και κάτω από το ελικόπτερο της αστυνομίας αργά επιστρέφω σπίτι. Δεν είναι κι άσχημα. Έκανα ακόμα μια φορά τη βόλτα μου στην πόλη.


                                                                                               Β.Η

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2016

Φευγαλέα επίγνωση


Πήρα στα χέρια μου τα ζάρια
Έπαιξα
Δεν άκουσα το γέλιο
Κακώς, πολύ κακώς
Έπρεπε να το ‘χα καταλάβει
παράξενα ζεστά

Σ’ όλη μου τη ζωή ήμουν λογικός
Ποτέ δεν πίστεψα σ’ ένα μεσσιανισμό του κακού
Κι όμως για μια απειροελάχιστη στιγμή
το ένοιωσα να πυκνώνει
και να γεμίζει το δωμάτιο
σαν την παρουσία ενός παλιάνθρωπου
μονοκόμματη  και ασφυκτική
Σαν μια καταστροφή να είχε συντελεστεί στο μέλλον
και να πλησίαζε με αργό βηματισμό

Ένα πλήθος ζευγάρια μάτια με κοίταζαν μισόκλειστα
τα ζάρια στάθηκαν ακίνητα

Σηκώθηκα
Μπορώ να ξανάρθω? είπα
Η Ουμ Τάτα μου χαμογέλασε πλατιά
είχε χείλη ψαριού
φάνηκαν τα λευκά γαϊδουρινά της δόντια
τα μάτια της όμως ήταν άδεια
Είστε πάντα ευπρόσδεκτος είπε ο χοντρός
η φωνή του μού άφησε την αίσθηση μαχαιριού
που σκουπίζεται πάνω σε νοτισμένο χόρτο

Βγήκα στον καθαρό αέρα
Άκουγα τα βήματα μου
σαν να βάδιζε άλλος
Πρέπει να ‘χε βρέξει
όσο ήμουν εκεί κάτω
Κούμπωσα το πανωφόρι μου ως απάνω
και σήκωσα το γιακά
Ήμουν χαμένος
Δεν υπήρχε άνθρωπος στον κόσμο
πιο άδειος πιο άχρηστος
πιο μόνος.


              Β.Η