Τετάρτη 25 Μαΐου 2016

Εν Αρκαδία - Εις τους Προγόνους

Γυροφέρνω μέσα εις τους τάφους εν ορεινώ χωρίω Αρκαδίας. Διαβάζω εις τας πλάκας αλλεπαλλήλως τα ονόματα των κεκοιμημένων, δικαίων και αδίκων. Στέκομαι εμπρός στο μνήμα του παππού και της γιαγιάς μου. Χώμα σκέτο τους σκεπάζει. Διαβάζω τα ονόματα και τις ημερομηνίες τους σ’ ένα γκρίζο μαρμαράκι απιθωμένο χάμω. Το ανασηκώνω - βρύα και λίγη υγρασία.
    Βοσκός ήτανε, και λίγα γράμματα ο παππούς μου. Με προσπάθεια διάβαζε, συλλάβιζε τις λέξεις, αργά σαλεύοντας τα χείλη. Τα χωράφια δούλευε, τα ζώα φρόντιζε. Η γιαγιά μου ύφαινε τις ανδρομίδες - εβάσταε το σπίτι. Και επήαινε στον κάμπο και έβγαινε στο λόγγο.
    Ανηφορίζω ως την εκκλησίαν. Στην πίσω, στην ανατολική πλευρά, οι τάφοι των ιερέων. Καμπόσοι έχουνε φωτογραφία. Λιτές και αυστηρές οι όψεις τους, με κοιτούν όμως με κάποια καλωσύνη. Οι ημερομηνίες που γεννήθηκαν οι πιο παλιοί προχωρούν βαθειά εις τον παλαιόν αιώνα, στα 1800 τόσα.
    Στέκομαι εμπρός στο μνήμα του προπάππου μου. Ροβολώντας μες το άγριο απομεσήμερο πήρα τον κατήφορο που οδηγεί στο νεκροταφείο. Βαριά η καρδιά μου από τα λόγια των ασεβών και των εξύπνων. Ούτε που γνωρίζουν από πού κρατάει η σκούφια τους. Ούτε θέλουνε να ξεύρουν τη νοστιμιά του Κόσμου.
    Αν μπορούσα για κάτι να παρακαλέσω! Θα γινότανε παρηγοριά! Θα γινότανε γαλήνη! Χαϊδεύω το μάρμαρο που τράχεψε από τους αέρηδες και τη βροχή. Έχει απομείνει καφετί από του καιρού το αργό πέρασμα. Απεριποίητοι οι τάφοι των εδικών μου αλλά πάλι μ’ αρέσουν, χωνεμένοι στη βουνοπλαγιά.
    Το μάρμαρο μού άφησε στα δάχτυλα και την παλάμη άγρια αφή. Όμοια αδροί και όλοι τους στην κόψη. Τούτος δω, παππάς με άρβυλα, εβάσταε τ’ αλέτρι. Βοσκοί, γεωργοί, στρατιωτικοί, και ένας ιερέας, οι προπορευόμενοί μου. Τους έτυχαν πολέμοι, περάσαν μέσα απ’ αυτούς. Τους έτυχαν καιροί, περάσαν μέσα κι απ’ αυτούς.
    Δεν βρίσκω λόγια να είπω του προπάππου μου. Με κοιτά συλλογισμένος. Στρέφομαι προς τα βουνά, κάθομαι στου τάφου την ακρούλα. Η ματιά μου πλανιέται στην κορυφογραμμή και χάνεται. Το Αρτεμίσιο, το Λύκαιο, το Παρθένι. Όγκοι ακατάβλητοι, συμπαγείς στέκουν στη σιωπή. Τέτοιαν ώρα, πριν πέσει το φως της μέρας, ειν’ η ώρα του θάμπους. Ειν’ η ώρα της καθήλωσης, η ώρα της διαφάνειας. Ένα δυό συννεφάκια, άσπρα, ταξιδεύουν ελαφρά και εναερίως. Αεροπλοούν και αερίως πλέουν. Το κυπαρισσάκι πίσω μου δεν μπορεί να ομιλήσει το καημένο αλλά θροΐζει. Παππούλη, λέω μόνο, Βόηθησε μας να ελευθερώσουμε και να αποκαταστήσουμε τον Άνθρωπο!

    Και στέκομαι εκειαπέ, με ευγνωμοσύνη και μιά σκοτεινή περηφάνια που δεν έχω χρείαν προσωπική και δεν βρήκα να παρακαλέσω για τον εαυτό μου.


                                                                                                                 Β.Η

3 σχόλια:

  1. http://www.arcadiaportal.gr/news/politismos/diasimoi-arkades

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ειδικώς ενδιαφέρον
    http://www.arcadiaportal.gr/news/i-adelfotis-enantion-toy-th-kolokotroni

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Η ΑΡΚΑΔΙΑ ΠΟΥ ΜΕ ΠΛΗΓΩΝΕΙ
    http://www.newsbeast.gr/greece/arthro/2254227/antidrasis-apo-foris-tis-arkadias-gia-tin-egkatastasi-prosfigon-stin-periochi

    ΑπάντησηΔιαγραφή