Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2016

Xmas Morn - Πρωινό Χριστουγέννων



    Τι είναι αυτό που κάνει τα σημερινά σπίτια τόσο γοητευτικά, τόσο ελκυστικά?
    Είναι η εξορία του χιονιού πίσω από το τζάμι?
    Ή μια κούπα ζεστός καφές και η αποξένωση που μας κοιτά? Αυτό το βλέμμα από την εξορία?

                                                                                         Β.Η

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2016

Προς Νεοφερμένους



Είμαστε οι κούφιοι άνθρωποι
Είμαστε οι παραγεμισμένοι άνθρωποι
όλοι μαζί σκυμμένοι
καύκαλα με άχυρα γεμάτα, αλίμονο!

Οι στεγνωμένες μας φωνές
σαν ψιθυρίζουνε μαζί
είναι ήσυχες κι ασήμαντες                        
σαν τον αέρα στο ξερό χορτάρι

Μορφή χωρίς σχήμα σκιά χωρίς χρώμα
δύναμη παραλυμένη νεύμα δίχως κίνηση

Εκείνοι που ταξίδεψαν
με τη ματιά ίσια, θαρρετά
στου θανάτου την άλλη Βασιλεία
μας θυμούνται- α, θα μας θυμούνται!-
όχι σαν να ‘μαστε χαμένες παράφορες ψυχές
μα μονάχα
οι Κούφιοι άνθρωποι
οι με άχυρο παραγεμισμένοι άνθρωποι
οι αχυρένιοι άνθρωποι.


Και φοράμε ακόμα
ποντικού τομάρι, κόρακα πετσί.
Συγνώμη για τούτο το συναπάντημα
μέσα στη δειλινή Βασιλεία.

Τούτη είναι η πεθαμένη χώρα
τούτη είναι των κάκτων χώρα
Εδώ τα πέτρινα ομοιώματα υψώνονται
εδώ είναι που δέχονται
την ικεσία του χεριού ενός πνιγμένου
κάτω από το τρεμάμενο παίξιμο του άστρου που σβήνει

Έτσι είναι τα πράγματα
εδώ, στου θανάτου το άλλο Βασίλειο,
ξυπνάς μονάχος
την ώρα εκείνη που τρέμεις τρυφερός
χείλια που θα φιλούσαν
λένε προσευχές στη ραγισμένη πέτρα

Δεν είναι εδώ τα μάτια
Εδώ δεν έχει μάτια
στη λαγκαδιά των άστρων που πεθαίνουν
στο κούφιο αυτό λαγκάδι.

Σε τούτο το συναπάντημα
μαζί ψηλαφούμε
κι ας αποφύγουμε τα λόγια
μαζεμένοι στην άκρη του φουσκωμένου ποταμού
δίχως βλέμμα, εκτός αν ξαναφανούν τα μάτια
σαν το άστρο το αιώνιο, το εκατόφυλλο το ρόδο
γιατί είμαστε η ελπίδα μόνο
Άδειων ανθρώπων.

Ανάμεσα στην ιδέα και στο γεγονός
ανάμεσα στην κίνηση και στην πράξη
η Σκιά πέφτει

Ανάμεσα στη σύλληψη και στη δημιουργία
ανάμεσα στη συγκίνηση και στην ανταπόκριση
η Σκιά πέφτει.

Ανάμεσα στον πόθο και στο σπασμό
ανάμεσα στη δύναμη και στην ύπαρξη
ανάμεσα ουσία και κάθοδο
η Σκιά πέφτει.

Κι ας αποφύγουμε τα λόγια
εκτός αν ξαναφανούν τα μάτια
σαν το άστρο και το εκατόφυλλο το ρόδο
γιατί είμαστε η ελπίδα μόνο
Άδειων ανθρώπων.


    Β.Η:  διαβάζοντας με τον δικό μου τρόπο την Έρημη Χώρα του Έλλιοτ. (Η Δύση απευθύνεται σ’ αυτούς που έρχονται μεσ' απ' τα Σύνορα, αυτούς που γεννιούνται στα Νοσοκομεία της και απαντά στους δικούς της «Ξένους») 

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2016

Αμερικανοί Άγγελοι και Απόκληροι




    Πάνω σ’ ένα τραίνο που έρχεται από την Ατλάντα και πιο πίσω, από τη Λουιζιάνα, ερχόμενος από το Κόρπους Κρίστι-Τέξας κι από κει πιο πίσω, απ’ το παλιό Μεξικό, ταξιδεύω για τη Νέα Υόρκη. Διασχίζοντας την Πενσυλβάνια το τραίνο περνάει στις παρυφές παλιών βιομηχανικών πόλεων. Φαντάσματα εργοστασίων με εκατοντάδες σπασμένα παράθυρα, προαύλια και μάντρες με σωρούς από σκουριασμένα σιδερένια εξαρτήματα και μετά συνοικίες, απέραντες συνοικίες και προάστια, όπου αυλές με καμένα γρασίδια και μονοκατοικίες με άδειες βεράντες, όπου στα τρία σπίτια τα δύο έχουν καρφωμένες σταυρωτά ξύλινες τάβλες στα αμπαρωμένα  παράθυρα. Στους έρημους δρόμους νέγροι βαδίζουν σα σκιές και φτωχοί λευκοί ατενίζουν τα τραίνα που περνούν με άδεια μάτια. Είναι φανερό, το Κεφάλαιο ευλόγησε κάποτε αυτούς τους τόπους κι ύστερα έστρεψε αλλού την εύνοιά του αφήνοντας πίσω κακομοιριά κι ερείπια.
    Είναι αυτοί οι τόποι όπου στρατολόγοι των πεζοναυτών σεργιανάνε σαν τους Ιεχωβάδες και χτυπάνε πόρτες αλιεύοντας ζωές. Ντυμένοι με κόκκινες πλουμιστές στολές και λευκά σειρήτια ξεμοναχιάζουν τους πιτσιρικάδες και μετά πιάνουνε τη μάνα. Όλο θωριά, υπόσχονται μισθούς, ταξίδια στον κόσμο και πενταετή φοίτηση στο κολλέγιο μετά την αποστράτευση. Οι φουκαριάρες οι μάνες- πατέρας σπάνια υπάρχει- διώχνουν τα παιδιά τους. Οι φίλοι τους, πεθαμένοι απ' τα ναρκωτικά και ανταλλαγές πυροβολισμών. Κι όσοι ζουν ακόμα, μπαινοβγαίνουνε στις φυλακές και, μπλεγμένοι στις συμμορίες, με το ζόρι θυμίζουν το «πουλαράκι τους» που κάποτε υπήρξε.
    Και μετά, στο Αφγανιστάν, στο δεύτερο Ιράκ, πέσαν στα χειρότερα. Στριμωγμένοι στ’ αεροπλανοφόρα περιπολούν στον κόσμο, παρόντες σ’ όλους τους πολέμους της αυτοκρατορίας. Εκρήξεις-παγιδευμένα αυτοκίνητα στην αγορά της Βασσόρας, πάνοπλοι σαν αστακοί σ’ ένα σταυροδρόμι στη Φαλούτζα. Εκατοντάδες τυφλά παράθυρα γύρω τους και το μοναχικό όπλο που βροντά. Ελεύθεροι σκοπευτές και μια φωνή μ’ αντίλαλο στα άδεια κτίρια τούς υπόσχεται πως ποτέ δεν θα γυρίσουν πίσω. Βάναυσοι στους ντόπιους, τρέλλα, φόβος.  
    Και γυρίζουν. Η μάνα κλαίγοντας αγκαλιάζει το γιό της. Που επέστρεψε ζωντανός κι όχι μέσα σε φέρετρο σκεπασμένο με την αμερικάνικη σημαία. Δεν ξέρει η φτωχιά πως αυτός που αγκαλιάζει δεν έχει μέσα του ζωή αλλά είναι ένα κούφιο κέλυφος γεμάτο εφιάλτες. Στο εξής σαν ξένος θα γυρνά δω κι εκεί στην παλιά πατρίδα. Τι να πει και με ποιόν αν δεν βρέθηκε και κείνος στη Φαλούτζα! Ναι, έτσι είναι! Αυτοί οι γιοί δεν γύρισαν ποτέ απ’ τη Φαλούτζα. Υπάρχει πολύς πόνος κι απελπισία στην Αμερική.
                                                …………………….

    Ένας «εραστής» της κακιάς ώρας, με μπότες και καπέλο, φτάνει με λεωφορείο από το Τέξας στη Νέα Υόρκη με σκοπό να γνωρίσει εύπορες κυρίες. Συναντάει στους δρόμους έναν αλητάκο που βήχει διαρκώς. Οι δυό τους προσπαθούν μάταια να πιάσουν την καλή. Η κακοδαιμονία και ο χειμώνας της Νέας Υόρκης σιγά-σιγά τους καταβάλουν. Μια συντροφικότητα αναπτύσσεται αργά κι επίπονα ανάμεσα στους δύο άντρες. Ο κάου-μπόυ παίρνει τον άρρωστο φίλο του με το λεωφορείο στη Φλόριντα. Φτάνοντας 'κει κάτω, στον ζεστό καιρό και τους φοίνικες, αγοράζει λουλουδάτα πουκάμισα και για τους δυό. Πολύ αργά! Ο φίλος του τού «φεύγει» μέσα απ’ την αγκαλιά. Υπάρχει πολύς πόνος κι απελπισία στην Αμερική.

Midnight Cowboy. Η ματιά  του Βρετανού Τζων Σλέσσιγκερ στην Αμερική του ‘70. Ίσως έπρεπε να ‘σαι Ευρωπαίος για να δεις την Νέα Υόρκη με τέτοια μάτια το 1970. Δεν χρειάζεται πια να 'ξετάζεις 'διαίτερα αυτή τη χώρα. Σήμερα όλος ο κόσμος ξαναγίνεται τραγικός.
                                            ……………………………

    Ο Murli πέρασε έναν χρόνο στην Ιθάκη. Έκανε tai chi, έπαιζε σαξόφωνο, μελετούσε ζεν και υπαρξιστική ιατρική και πέρναγε τον χρόνο του με τους ψαράδες. Αυτό που θα έπεφτε απάνω του μπορούσε να περιμένει ακόμα λίγο. Γυρίζοντας στην Αμερική αρρώστησε από θυρεοειδή, έχασε τη δουλειά του και φυσικά πολύ σύντομα το σπίτι του. Δεν αντέχουν οι Άγγελοι στην Αμερική. Κι αν ξέρει ένας θεός πόσο τους χρειάζεται αυτή η χώρα!
     «Έτσι βρέθηκα στον δρόμο. Επειδή όμως δεν ήμουνα πρεζάκιας, ούτε αλκοολικός, ούτε είχα ψυχολογικά προβλήματα, πολύ γρήγορα - σε έξη μήνες - συνήλθα απ’ το χτύπημα και έπιασα δουλειά στις soup kitchen». Εκεί δηλαδή που δίναν συσσίτια στους αστέγους. Πρέπει να τον είχε τραυματίσει η ξαφνική έκπτωση και καταστροφή της ζωής του γιατί μου τα διηγήθηκε όλα αυτά με ένα ελαφρύ χαμόγελο σαν να είχαν συμβεί σε άλλον. Ήταν όμως άνθρωπος στοχαστικός ο Μurli και σε καμιά περίπτωση κάποιος που θα μετακινείτο γρήγορα απ’ την πηγή του πόνου - που θα ‘φευγε μακριά απ’ αυτό που είχε γίνει, αυτό που τού ’χε  συμβεί. Έτσι λούφαζε δίπλα στην «πληγή» όσο αυτή έκλεινε και δούλευε στις κουζίνες. Κι εξοικειωνόταν με αυτό που είχε ζήσει βοηθώντας τώρα εκείνους που είχανε σταθεί σύντροφοί του στην αγριότητα.

    Συνάντησα τον Murli, φέρνοντάς του χαιρετίσματα από κοινό φίλο, νωρίς ένα μεσημέρι στο Muddy Waters café, ένα φτωχό συνοικιακό cafe, στο Mission, στο Σαν Φρανσίσκο. Κάναμε αρκετή παρέα, γυρίσαμε δω κι εκεί στο Bay Area κι ένα απόγευμα πήγαμε στο Berkeley - στα πεδία των παλιών μαχών. Ήταν ένα ψηλός, ευτραφής, πρόσχαρος άνθρωπος με ένα χιούμορ όμως που, καμιά αμφιβολία, είχε συνείδηση του λάκκου μπρος στον οποίο στέκεται ο Άνθρωπος. Ένα βράδυ μάς πήρε να δούμε το «σπίτι του». Τού πληρώνανε ένα δωμάτιο σ’ ένα φτηνό ξενοδοχείο. Ήτανε κάτι σαν ξενώνας για απόκληρους - κανονική προέκταση των δρόμων. Είχε μια κοπέλα, την Annete, που είχε έρθει κι αυτή μαζί μας. Η φωλιά του ήταν πολύ λιτή. Ένα  μονό κρεβάτι, μια καρέκλα, ένα τραπέζι, ελάχιστες αποσκευές. Κι ένα από τα πρώτα λαπ-τοπ. Ήταν 1994. Στους διαδρόμους γινότανε χαμός. Φτωχοδιάβολοι πήγαιναν πάνω κάτω και τον χαιρέταγαν με τελετουργικές στακάτες χειραψίες όλο συμβολισμούς που υποδήλωναν συνάφεια. Συνέχεια έρχονταν και φεύγαν, κι ένας ηλικιωμένος ψηλός και μελαγχολικός μαύρος με ιερατική όψη και φωνή βαρύτονου τού πέταξε από έναν καναπέ: Hi Murli it’s good you are back! Δίχως άλλο ήταν αγαπητός ο φίλος μας κι όλοι τον αναγνωρίζανε σαν homeboy. Η Annete ήταν κάπως σφιγμένη δίπλα του, ο Murli την άγγιξε στοργικά στην πλάτη και γέλασε: Η Annete προσπαθεί να με πείσει να μετακομίσω σπίτι της, είπε, αλλά εμένα μ’ αρέσει εδώ. Here is the real America!

    Καθώς φεύγαμε κοίταξα πέρα, τους μακρείς διαδρόμους με το αδιάκοπο πήγαινε-έλα και μου φάνηκαν σαν οι ανοιχτές αρτηρίες μιας αχανούς χώρας. Μιας από τις λίγες πραγματικές και γι αυτό τραγικής.


                                                                                                                                              Β.Η.

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2016

Δουβλίνο – Τεχεράνη



Όπως περπατάω τις νύχτες στις πόλεις
κι έχω περπατήσει σε πολλές
έχω κάποιες φορές ν’ αντιμετωπίσω
αρκετά μεγάλες αποστάσεις.
Στις αρχές της πορείας αυτό που
προβάλλει πιο αποθαρρυντικό
είναι η πλήξη.
Διαλέγω τότε ένα θέμα κι ασχολούμαι με αυτό.
Τις περισσότερες φορές βέβαια ούτε καν χρειάζεται
να διαλέξω. Απλά έρχεται από μόνο του.
Αν στο δρόμο το θέμα εξαντληθεί τότε συχνά
δίνει τη θέση του σε ένα άλλο.
Όταν πια έχω φτάσει σπίτι έχω συμπληρώσει
έναν πλήρη κύκλο φαντασίας.
Ως επί το πλείστον η ροή των σκέψεων
κυλάει απρόσκοπτη γιατί συνήθως τίποτα
δεν συμβαίνει γύρω μου
μόνο ο ήχος από τα βήματά μου
κάποιος άλλος νυχτοπερπατητής ή το πολύ- πολύ
ένα ζώο διασχίζει λοξά τον έρημο δρόμο.

Ο ήχος των αυτοκινήτων δεν με ενοχλεί
Κυλάνε προσπερνώντας με ή με διασταυρώνουν
αποτελώντας ένα μέρος του τοπίου σαν τα κτίρια
και τις γέφυρες που σημαδεύουνε τη διαδρομή μου.
Άλλες φορές οι σκέψεις μου δεν έχουν συγκεκριμένο άξονα
αλλά έλκονται από κάθε τι που θα συμβεί ή απ’ αυτά
που προσπερνώ. Κτίρια, παρκαρισμένα αυτοκίνητα,
μια ψόφια γάτα, μια γέφυρα, αποτελούν ορόσημα
αυτής της επιστροφής μου σπίτι.
Μια παρκαρισμένη νταλίκα, ο οδηγός της που χουζουρεύει
στην κουκέτα του πίσω από κλεισμένα κουρτινάκια
το ποτάμι που φουσκώνει, είναι μικρογεγονότα
που με στέλνουν το ένα στο άλλο και δεν κρατούν
για πολύ την προσοχή μου.
Μοιάζω τότε μ’ έναν άνθρωπο που κοιμάται
ελαφρά και βλέπει πολλά και σύντομα όνειρα που
αμέσως τα ξεχνά.

Πολλές φορές λυπάμαι που οι πόλεις είναι τόσο έρημες
τις νύχτες, τόσο άδειες από ζωή.
Σκέφτομαι όλους αυτούς που κοιμούνται
στα σπίτια και στα διαμερίσματα.
Τους βλέπω πίσω από σκοτεινά παράθυρα
να κείτονται στα κρεβάτια τους χαμένοι μες τον ύπνο.
Βέβαια ένα φωτισμένο παράθυρο πότε-πότε
είναι μια παρηγοριά
αλλά δεν αποτελεί δα και καμμιά σπουδαία συντροφιά.
Άλλες φορές σκέφτομαι τους φίλους μου
που τώρα πιά κι αυτοί κάπου κοιμούνται
κάποτε πολύ μακριά
σε άλλες πόλεις
ή ακόμα και σε άλλες χώρες…
Τότε νοιώθω λίγη μοναξιά.

Το πιο λυπηρό όμως είναι
ότι τόσα χρόνια που βαδίζω δεν συνάντησα ακόμα
έναν άνθρωπο να διαβάζει
κάτω από τη λάμπα του δρόμου

όπως συνέβη κάποτε σε κάποιον
στα προάστεια της Τεχεράνης.
                                                                   

                                                      Β.Η,  Δουβλίνο ‘97

Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2016

Φροντίδα


Η άρνηση
Το έργο του Αρνητικού
Τα blouson noir
ο Λωτρεαμόν, οι Ντανταϊστές
οι αποδιωγμένοι, οι Καταραμένοι,
η αχλή του μύθου που τους περιβάλλει
το Sympathy for the devil
oι Velvet Underground
Τo punk
      ο Μηδενισμός
             ο Νετσάγιεφ
      οι Δαιμονισμένοι
ο Ντεμπόρ, Διδάκτωρ του Τίποτα
ο ζόφος
η Μεγάλη Νύχτα
La Terreur
υπήρξαν απαραίτητα δεκανίκια
                     σε μία εποχή
που είμασταν μία ασήμαντη μειοψηφία
σε μία αυτάρεσκη κοινωνία
που διαπραγματεύτηκε την άδολη
διάθεσή μας για προσφορά
με την υποταγή μας,
                       σε μια εποχή
που η κοινωνία πείσθηκε να ζήσει
                           κάτω απ’ τις δυνατότητές της
και μεις που βλέπαμε το χαμένο πλούτο
και θορυβούσαμε στη γαλαρία
σπρωχτήκαμε στο περιθώριο
και ντυθήκαμε τα μαύρα ρούχα

Τούτη την ύστατη στιγμή
που η κοινωνία τρομαγμένη
από τις προδοσίες τις πολλές
ξεκουνιέται από ύπνο ανήσυχο 
και αρχίζει να μας ακούει 
και, 
θέλει προσοχή αυτό,

είναι έτοιμη να φορέσει ό,τι
πιο μαύρο υπάρχει στην γκαρνταρόμπα μας
νεοφερμένη στην απόγνωση και το σκοτάδι,
πρέπει, να προσέξουμε λέω,
να βγάλουμε ένα ζεστό ρουχαλάκι
να ‘χει και λίγο χρώμα
απ’ αυτά πόχουμε, κάτω απ’ τη λεβάντα φυλαγμένα
                          βαθιά μες στα συρτάρια
για τις καλές τις μέρες
                          τις γιορτινές μέρες
εξιλέωση γυρεύουν οι άνθρωποι
                          για την παλιά αλαζονεία και
                          τη χοντροκεφαλιά τους
και μια δύο αλήθειες που πρέπει να ειπωθούν
                  ας ειπωθούν γλυκά και με κατανόηση
μη τους δώσουμε απ’ την τρέλλα που
                          προσπάθησαν να μας φορτώσουν
                          δεν θα τ’ αντέξουν,
                          θ’ ανοίξει το σκαρί

Κι όπου σφάλλαμε και μεις ας το πούμε
                          ανοιχτά
                          είναι η ώρα της αλήθειας  
Άγριο ζώο είναι ο άνθρωπος
                          και σ’ αυτό δεν έχουμε διαφορά
γι’ αυτό όσοι ζήσανε την αγριότητα
                          ας είναι μετρημένοι

                          και κάπως γενναιόδωροι.




                                                         Β.Η
                               (Τραγούδια από τ' αμπάρια)

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2016

Ισχύς και Απόφαση


Τι ωραίο πράγμα να είσαι ισχυρός! Να σχεδιάζεις πάνω στον χάρτη! Να ‘ναι ο κόσμος όλος ένα πεδίο! Να υλοποιείς! Να εφαρμόζεις! Να κρατάς μολύβι και χαρτί! Να δίνεις διαταγές και οδηγίες! Να πραγματοποιείς τις φιλοδοξίες σου! Να είσαι σε διαρκή επαφή! Να συγκαλείς! Να αξιολογείς! Να εντάσσεις! Να ενσωματώνεις! Να μελετάς τις αποτυχίες, να επεξεργάζεσαι διορθωτικές κινήσεις! Να βάζεις σε πράξη μια νέα ιδέα! Να επανέρχεσαι σε μια παλαιότερη! Να φέρνεις σε πέρας! Και πάνω απ’ όλα, να αποφασίζεις!
Τι ωραίο πράγμα να μοχθείς για το δίκαιο, το γενικό Καλό, το γενικό συμφέρον! Κακά στερνά να ‘χεις παλιομαλάκα!  Εσύ αποφασίζοντας σωριάζεις ερείπια και άλλοι μαζεύουν κορμιά και μπάζα. Όμως δεν χρειάζεται να φτάνεις πάντα ως εκεί: συνήθως σκορπάς απλά τη δυστυχία.  
Ένα πράγμα μόνο -δυστυχώς αναπόφευκτο και αυτό- μισείς και σιχαίνεσαι: Να δικαιολογείς! Στον εαυτό σου και στους άλλους. Να αποκρύπτεις! Να αποσιωπάς!
Κι ένα μόνο πράγμα σε ξυπνάει τις νύχτες: Τα τραγούδια της καρμανιόλας.
Ένα αδιάκοπο ποδοβολητό και τα τραγούδια της καρμανιόλας!


                                                                                                                               Β.Η

Υ.Γ  Χάλια ζωή έζησες χαμένε! Αφού αυτό που μετράει, όταν σε πηγαίνουν μέσα στο κιβούρι, είναι ένα πιάτο φαΐ που κάποιος έφαγε από σένα, ένας καλός λόγος, μια σωστή κουβέντα. Και η στάση που κράτησες στους ανέμους του καιρού σου. Δεν το ήξερες?

Σάββατο 27 Αυγούστου 2016

Ας μη πεθάνουμε Αύγουστο!

   


     Η ώρα του μεσημεριού το καλοκαίρι στον Νότο, στην Ανατολή. Η πιο σκληρή ώρα. Η σιωπή της… σχεδόν μεταλλική. Πιο αβυσσαλέα, πιο υπομνηστική κι από το μεσονύκτι. Ακινησία νεκρική μες τη μεγάλη ζέστη. Σαν να ακούγεται ο Άλλος Κόσμος. 
    Η ώρα των Μυστικών, των παιδιών, των αλαφροΐσκιωτων και των τζιτζικιών. Η πιο μοναχική. Η ώρα των ψιθύρων. Της ερημιάς η ώρα.

    Ο Αύγουστος είναι ο αδιαμφισβήτητος βασιλιάς του Καλοκαιριού. Ο Ιούλιος είν’ ο πρίγκηπας που βαδίζει προς την στέψη.

    Ο Διαβάτης Χρόνος βαδίζοντας μες τις μέρες πλησιάζει προς τον Αύγουστο ή απομακρύνεται απ’ αυτόν. Σαν τον άνθρωπο που διασχίζοντας μία πόλη, κάποια στιγμή φτάνει στο κέντρο της και πέφτει μέσα στη Γιορτή- ο Ήλιος στέφεται Βασιλιάς της ζωής. Ας τον αποκαλέσουμε λοιπόν: ο Εορταστικός μήνας Αύγουστος. Ας μη πεθάνουμε στη διάρκεια της βασιλείας του. Κι ας μη ζήσουμε... χωρίς τον Αύγουστο της ζωής μας!

    Στην Αβάνα, στα 1987, βρήκα ένα ρώσσικο βιβλίο με έργα του Αρμένη Σαριάν. Αξίζει μια απόδοση τιμής η παλιά Σοβιετική Ένωση! Μια χώρα σχεδόν Μυθική! Ας είναι καλά και η Κούβα η ταπεινή!
    Το παλιό Γιερεβάν. Σκυλιά που λουφάζουν στη σκιά, μες τη ζέστη του μεσημεριού στην Κωνσταντινούπολη. To χιονισμένο Αραράτ...

           
                         Οι φοίνικες και οι ασβεστωμένοι τοίχοι
                         μες τη γαλάζια νύχτα. Τα ζώα...

    Η Ανατολή του 1905. Η Κεντρική Ασία της δεκαετίας του ’30. Έμοιαζαν τόσο οικείες, μέσα απ' τα παιδικά μου χρόνια. Τυχερός που γεννήθηκα σ’ ένα σταυροδρόμι κόσμων. Κι έζησα στη σύμπτωση κάποιων στιγμών.

                                                                                                              Β.Η 

Δευτέρα 15 Αυγούστου 2016

Ο Πρίγκηπας Κροπότκιν

                  






    Πέρσι το καλοκαίρι, ο Κώστας Δεσποινιάδης, των εκδόσεων «Πανοπτικόν», μού ζήτησε το πορτραίτο του Πέτρου Κροπότκιν. Τού απάντησα ότι θα το φτιάξω όταν σπάσει η δουλειά. Όταν ήρθε λοιπόν ο γλυκός Οκτώβρης καταπιάστηκα με τη φωτογραφία που μού είχε στείλει. Δούλευα εν μέσω τσιγγανόπουλων που μ’ ένα σαράβαλο ακκορντεόν εξασκούσαν το αρχαίο επάγγελμα της επαιτείας και Μπαγκλαντεσιανών που πουλούσαν κινέζικα μπιχλιμπίδια.
    Το πόστο μου ήταν έξω από το παλιό νοσοκομείο του Τάγματος των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη και τώρα Αρχαιολογικό Μουσείο της Ρόδου- έξω από την Εθνική Τράπεζα και κάτω από τον μέγα Πλάτανο όπου κάποτε οι Τούρκοι κρέμαγαν ανθρώπους. Η οδός Ιπποτών, ένας από τους ομορφότερους δρόμους στον κόσμο, είχε την εκβολή της ακριβώς δεξιά μου και κατέβαζε κύματα δροσιάς και πλήθη τουριστών.
    Εκεί και ο κήπος, μέσα από την καγκελόπορτα, στην πίσω πλευρά του Μουσείου, όπου ο ήχος του νερού ακούγεται μέρα και νύχτα, όπου πουλιά πίνουν από τη μικρή γούρνα και αρχαίες γάτες κοιμούνται πάνω σε κόχες και οβελίσκους. Και μέσα σ’ αυτόν τον κήπο ανελλιπώς γεννιότανε η νύχτα.
     Δούλευα μόνος αφού πολλοί συνάδελφοι-ικανοί τεχνίτες- είχαν αποχωρήσει σε μακρινά ξενοδοχεία, εγκαταλείποντας την πιάτσα τους – αφρόντιστα είναι αλήθεια-στους τυχάρπαστους και τους κακοτέχνες. Η πλατεία του Μουσείου ήταν ένα από τα τέσσερα σημεία όπου δούλευαν οι ζωγράφοι που είχαν απομείνει. Βέβαια όλοι αυτοί οι Ασιάτες και οι τσιγγάνοι γύρω μου, αυτοί οι περιφρονημένοι, ήταν οι καινούριοι συνάδελφοί μου και καινούριες γνωριμίες αλλά τι μοναξιά να δουλεύεις μακριά από τους ομοίους σου, ανάμεσα σε ανθρώπους με τους οποίους δεν μπορούσες να μοιραστείς τις χαρές του «Σχεδίου» και τη γλώσσα που επεξεργαστήκαμε επί 3 δεκαετίες.
     Έπειτα η ξενοιασιά είχε χαθεί μαζί με την αφθονία. Από παντού «έβγαιναν» αναγκεμένοι κι αυτοί που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα.
     Έτσι, το καλοκαίρι του ’13, έφυγα κι εγώ σ’ ένα ξενοδοχείο. Ύστερα ξαναγύρισα στο δρόμο. Όπως το κογιότ γυρίζει στην έρημο. Όπως το σκουλήκι ξαναγυρίζει στο βάλτο. Αυτή η επιστροφή όμως δεν είχε τη βαθιά χαρά ενός homecoming. Είχα απλά ξαναβρεθεί μέσα στην καταστροφή. Πικροί που είναι οι γυρισμοί όταν το τέλος έχει επέλθει!

Καμιά φορά, μού έρχονταν στο μυαλό οι στίχοι του Χάουσμαν:

                              Αυτή είναι η γη της ευδαιμονίας που εχάθη
                              Τη βλέπω ολοκάθαρα να λάμπει
                              Οι στράτες της που έπαιρνα παλιά
                              που δεν μπορώ και πάλι να διαβώ…

    Εκεί, λοιπόν, έξω από την τράπεζα - εκτός από τις δυό μέρες που πήγα στην Αθήνα για να ψηφίσω-  έζησα το καλοκαίρι των capital controls και το σοκ που υπέστησαν οι μαγαζάτορες και οι συνταξιούχοι, αυτά τα γνήσια «παιδιά της Ελλάδος». Ήταν εμβρόντητοι όπως θα ήταν κάποιοι πιστοί αν ο παππάς έβγαινε στον άμβωνα και ανακοίνωνε πως ο Άρτος και ο Οίνος αρνούνται να μετουσιωθούν σε «Σώμα και σε Αίμα» του Κυρίου. Εγώ βόγκαγα, όλο χαιρεκακία, πίσω από το καβαλέτο μου: «λεφτά υπάρχουν». Οι περισσότεροι με κοίταζαν στραβά και έστρεφαν το βλέμμα ψηλά προς τον πλάτανο- ήταν σα να αντίκριζαν κορμιά να κρέμονται ακόμα απ’ τα κλαριά. Μετά καβάλαγαν κάτι θυμωμένα μηχανάκια και εξαφανίζονταν.  
    Κανά-δύο με ρώτησαν: εσύ τι προτείνεις? Και όταν ανέπτυσσα την άποψή μου, δηλαδή τούς περιέγραφα ένα μακρύ ταξίδι μέσα από την έρημο, ότι πρέπει να ξεχάσουμε τα φαύλα πλούτη της κοιλάδας του Νείλου, όταν τους περιέγραφα την άφιξη σε μια γη Χαναάν η οποία, αν όχι και τόσο πλούσια, ξέρει όμως να ανταποδίδει (η εικόνα βέβαια τούς ήτανε οικεία σαν Ιουδαιοχριστιανοί που ήσαν) τότε, με κοίταγαν σαν άνθρωπο που έχει βίτσιο να υπόσχεται ταλαιπωρίες. Και έτσι για μια ακόμα φορά οι πολίτες αποδείχτηκαν ψηφοφόροι και ο λαός, πληθυσμός. Φυσικό ήταν λοιπόν να επικρατήσουν οι αρουραίοι αφού αντιπροσώπευαν τη μεγάλη μάζα και γνώριζαν τις κρυφές επιθυμίες της καλύτερα και από την ίδια. Όσοι βέβαια, σαν και μένα, ποντάριζαν στο «ατύχημα» ήταν προορισμένοι να απομονωθούν. Ήταν λοιπόν για όλους, και τους μεν και τους δε, ένα πολύ μπαμπέσικο καλοκαίρι.
    Έτσι, στον απόηχο μιας τέτοιας «θερμής εποχής» κι ενός γλυκόπικρου καλοκαιριού, εγώ δούλευα τον Κροπότκιν. Τα τσιγγανάκια με ρωτούσαν: Ποιος είναι ο παππούς? Οι ντόπιες που περνούσαν ρώταγαν: Ποιος είν’ αυτός? Παππάς? Εγώ απαντούσα με μια σκοτεινή αξιοπρέπεια: Ο Κροπότκιν, Μέγας Γεωγράφος! Ή, ο Πέτρος Κροπότκιν, αναρχικός φιλόσοφος και επαναστάτης! Και οι τουρίστες πέρναγαν αδιάφοροι.
     Μόνο μια φορά μια μεσόκοπη γυναίκα ξέκοψε από ένα γκρουπ Ρώσσων, επεξεργάστηκε το πορτραίτο και με βαριά ρώσσικη προφορά ρώτησε: Πιότρ Κροπότκιν? Και μετά ξαναχάθηκε μες τη μάζα πριν προλάβω να μάθω το πώς και το τι. Ούτε βέβαια οι Ρώσσοι γνώριζαν κάτι παραπάνω από το μέσο Ευρωπαίο. Ο σταλινισμός τούς είχε καταστρέψει.
    Καμιά φορά, σερνόμουνα σα τον παραλυτικό που γυρεύει γιατρειά, σα τον τυφλό το φώς του, ως τη βάση της Ιπποτών, που η μακρινή αρχή της και κορφή της είναι στραμμένη προς τη Δύση, κι αντίκριζα το βασίλεμα του ήλιου που γέμιζε τον δρόμο με ζεστό φώς- το μόνο χρυσάφι που αξίζει κυνηγητό. Και ο δρόμος όλος γινότανε το μονάκριβο πετράδι του Στέμματος μιάς  ένδοξης βασιλείας που δύει. Ύστερα η νύχτα τύλιγε όσους είχαν ακόμα δύναμη κι ανάγκη να ερωτεύονται.
   
     Μια μέρα την ώρα που σουρούπωνε ένας άνθρωπος στάθηκε μπρος στο καβαλλέτο. «Α,χα!» έκανε με μια παιχνιδιάρικη λάμψη στα μάτια, «Ο Πέτερ Κροπότκιν!» Ένοιωσα σαν τον ναυαγό που διασώζεται από το πλοίο που μάζεψε τη μπουκάλα που πέταξε πριν από 3 χρόνια στη θάλασσα. «Από πού είσαι?» ρώτησα κοιτώντας τον ασκαρδαμυκτί. «Ολλανδός», είπε. Και αμέσως: «Εδώ είσαι κάθε μέρα? Θα έρθω να σε βρω να μιλήσουμε». Και έτρεξε να προλάβει τη γυναίκα του και ένα φιλικό ζευγάρι που φεύγανε. Ο άνθρωπος ήταν γύρω στα 60 και είχε μια νεανική αύρα.
    Δυό μέρες μετά, ήρθε και με βρήκε καθισμένον στο σκαλάκι, δίπλα στην παλιά βρύση, την ίδια ώρα, την ώρα που δειπνούσα. «Πώς ξέρεις τον Κροπότκιν?» ρώτησα. «Είμαι Συμβουλιακός είπε. Στην Ολλανδία αγωνιζόμαστε πάνω από 30 χρόνια για τη Δημοκρατία». Και ξανοιχτήκαμε σε μια συζήτηση για τον Άντον Πάνεκοοκ, τον παλιό Ολλανδό Συμβουλιακό, τον Γιόχαν Χουιζίγκα με τον «Άνθρωπο που παίζει» και την κατάσταση του κόσμου σήμερα.
    «Τι κρίμα!» είπα τη στιγμή που αποχαιρετιόμασταν, «τέτοια συζήτηση να γίνεται ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν είναι δα και στην πρώτη νιότη! Η νεολαία σήμερα έχει αποκοπεί απ’ αυτά τα ρεύματα σκέψης». «Μη σε νοιάζει!» μού φώναξε φεύγοντας, «Εσύ κι εγώ θ’ αλλάξουμε τον κόσμο!»  Ήξερα λοιπόν ότι βρισκόμουν μπροστά σε έναν «ενηλικιωμένο έφηβο» και άνθρωπο πιο αισιόδοξο ακόμα κι από μένα!
    Και απόμεινα ξανά μονάχος, ενώ άναβαν τα φώτα, μες στα αλλεπάλληλα κύματα των Ευρωπαίων νέο-βάρβαρων, των μαγαζατόρων που καιροφυλακτούσαν μέσα στις τρύπες τους, των φτωχών Μπαγκλαντεσιανών που είχαν ξεφύγει από τη λάσπη του Πουντζάμπ και των τσιγγάνων που ξέφευγαν για λίγο από την αθλιότητα των καταυλισμών. Κατά κύματα έρχονταν και περνούσαν τα πλήθη των αδαών με μόνη σκέψη στο μυαλό, τη σκέψη του χρήματος, στις βιτρίνες γυρεύοντας ψυχαγωγία… και τα φώτα άναβαν… και μέσα στη ζεστή νύχτα σηκωνότανε ο ντόρος του παζαριού. Ξανακάθησα στο καβαλέτο, κοίταξα πάλι το πορτραίτο, θαύμασα τους χιλιάδες κόκκους κάρβουνου που, αντανακλώντας το πλάγιο ηλεκτρικό φως, άστραφταν πάνω στην άγρια επιφάνεια του χαρτιού σαν πολύτιμα πετράδια: «τι να κάνουμε…» αναστέναξα, «Αυτή είναι η κατάσταση του κόσμου σήμερα»!
    Μού ήρθε τότε στο μυαλό ξανά, η κηδεία του γερο-επαναστάτη από ένα παλιό φιλμ εκείνης της εποχής. Πλήθη κόσμου ακολουθούν το φέρετρο μέσα στα χιόνια στη Μόσχα. Είναι 1921. Η καμπή. Η κάμψη. Η εκφορά περνάει έξω από τον μεγάλο Καθεδρικό ναό της Μόσχας και οι Τολστοϊκοί αναρχικοί έχουν βγει στα πλατιά σκαλιά και γέρνουν μεγάλες μαύρες σημαίες αποδίδοντας τιμή στον μεγάλο Αποχωρούντα. Άλλες σημαίες γέρνουν προς τη μεριά τους από την πλευρά της πομπής αντιχαιρετώντας. Ήταν η τελευταία φορά που οι σημαίες των Αναρχικών κυμάτιζαν στην επαναστατημένη Ρωσσία. Δικαιολογημένα ήτανε μεσίστιες!
     Αλλά οι εποχές ήτανε τιτάνιες! Η ανθρωπότητα έκανε φιλότιμες προσπάθειες να ζήσει όπως της άξιζε.

    Ας είναι καλά ο φίλος μου ο Δεσποινιάδης που μού ‘στειλε τον Πέτρο Κροπότκιν για να τον φιλοξενήσω μερικές ημέρες. Πρόκειται για κάποιον που το επαναστατικό του πάθος δεν τού αφαίρεσε τίποτα από τη γλυκύτητα που είχε σαν άνθρωπος. Incognito ήρθε στη Ρόδο στα 2015 και έφυγε όπως είχε έρθει, άγνωστος μεταξύ αγνώστων.
                                                                                              
                                                                                                                                 Β.Η

Παρασκευή 5 Αυγούστου 2016

Τουρκία


    Ο Κεμάλ είναι ο βλοσυρός «Πατέρας των Τούρκων». Είναι αυτός που θα κάνει μια συρραφή ιδεολογημάτων και μύθων και θα κατασκευάσει μια συλλογική ταυτότητα. Μια χώρα πρέπει να φαμπρικαριστεί από τα υπολείμματα μιας ξεπεσμένης αυτοκρατορίας.
    Ο Χίτλερ είναι ο γιός της Γερμανίας. Αυτός που θα πάρει εκδίκηση για την ταπείνωση της «Ευγενικής Μητέρας». Περιφρονεί βαθιά τους στρατηγούς του Γενικού Επιτελείου και μισεί την τάξη των Πρώσσων Γιούνκερ. Αυτός είναι ένας απλός δεκανέας στο μέτωπο, τραυματίας στο νοσοκομείο, ζαλισμένος από την ήττα «σαν όλους τους έντιμους συμπολεμιστές». Η εποχή του θρήνου και των δεινών όμως θα παρέλθει. Ο ίδιος θα γίνει η προσωποποίηση του Μύθου της Νιότης. Ο δημιουργός του νέου γερμανικού σφρίγους.
    Ο Ερντογάν ανήκει στους Μαύρους Τούρκους. Ο πληβείος που ανέρχεται εις πείσμα των αντιξοοτήτων. Ο παρορμητικός γιός της τούρκικης πλέμπας με το αταβιστικό μίσος της προς την αριστοκρατία των στρατηγών και τους Λευκούς Τούρκους που διασκεδάζουν στα γκαζόν και τις πισίνες και κοιτούν προς τα Δυτικά. Είναι ο νεαρός Σουλτάνος που ασφυκτιά στην Άγκυρα και αδημονεί να «καταλάβει την Πόλη» ξανά. Οι φτωχοί και περιφρονημένοι αγροτικοί πληθυσμοί της ενδοχώρας, οι παρίες των πόλεων βλέπουν σ’ αυτόν, τον άνθρωπό τους που «τους κοιτά στα μάτια» και τους μιλά για τον εαυτό του και «τον αγώνα του». Τον ακούν να τους καλεί σε βοήθεια.
     Δεν είναι όμως αυτοί  που κυριολεκτικά θα τον σώσουν. Είναι οι ρουφιάνοι και οι χαφιέδες του καθεστώτος που δημιούργησε, άνθρωποι στα όρια του υποκόσμου, που τούς έγινε η τιμή να κουβαλάν ένα πιστόλι στην κωλότσεπη και μια κομματική ταυτότητα, τα νέα παραστρατιωτικά σώματα και οι εγκάθετοι, όλοι τους ξετρελλαμένοι «από αυτό που πήγε να γίνει», απ’ τον φόβο ότι χάνανε το μόνο μέλλον που μπορούσανε ν’ αδράξουν (εξ ου και η οργή και βαρβαρότητα με την οποία επέπεσαν στους συλληφθέντες). Και επιπλέον, οι μυστικές υπηρεσίες και ένας- δυό οππορτουνιστές διοικητές μεγάλων μονάδων- πάντα οι οππορτουνιστές. Δυναμικό απείρως πυκνότερο από φαντάρους που, ναι μεν, είχαν βαρέα όπλα αλλά δεν γνώριζαν «πού έχουν μπλέξει»
     Σε ένα βιντεάκι από την κατάληψη του CNN Turk φαίνονται καθαρά οι αδυναμίες των πραξικοπηματιών. Στρατιώτες «πολύ αραιά στελεχωμένοι» ξοδεύνται σε κουβέντες με πολίτες και δημοσιογράφους που έχουνε συρρεύσει, διαταγές δίνονται που συζητιούνται, χειραψίες συναδέλφωσης ανταλλάσσονται, γυναίκες περιφέρονται και μιλούν στα κινητά τους ενώ άλλοι τραβούν βίντεο και φωτογραφίες. Αποφασιστικός χρόνος χάνεται, η αρχική βούληση βαλτώνει και καταλήγουν να συλληφθούν από τους εγκάθετους. Έλειπαν οι «πωρωμένοι» νεαροί αξιωματικοί που θα τους διατάξουν, με το όπλο σηκωμένο, να πυροβολήσουν πάνω σε πολίτες. Έτσι όμως χάνονται πραξικοπήματα που δεν επικρατούν ακαριαία. Δεν έγινε έτσι στη Χιλή, όπου ο Πινοσέτ είχε την αποφασιστικότητα αλλά και τους ανθρώπους που ήταν διατεθειμένοι να σφαγιάσουν έναν λαό που ήταν στους δρόμους.
    Και ο Φράνκο, αρχετυπικός φασίστας, με το προνουνσιαμέντο του, διασώζει την τάξη των προνομιούχων ανακηρύσσοντας τον εαυτό του «φύλακα» της Σάντα Εσπάνια. Έχει πίσω του τον Κλήρο, τους φεουδάρχες και τα σκοτάδια. Αποβιβάζεται στην Ισπανία επικεφαλής Μαρροκάνικων στρατευμάτων και είναι διατεθειμένος να φέρει σε πέρας έναν μακρόχρονο Εμφύλιο και να ξεπαστρέψει τη μισή Ισπανία για να σώσει την άλλη μισή.
    Όποιος κάνει κίνημα, «βάζει το κεφάλι του στον ντορβά» κι αν δεν είναι ανηλεής θα καταλήξει στον τοίχο!
    Και οι Έλληνες συνταγματάρχες μπορεί να ήταν «άκαπνοι» αλλά ήταν ικανότατοι συνωμότες. Πρόλαβαν τον Βασιλιά και τους στρατηγούς του στις 21 Απριλίου και έδειξαν «τσαγανό» στις 13 Δεκεμβρίου. Ο Πατίλης, στρατιωτικός που είχε αναλάβει το Υπουργείο Β. Ελλάδος, σηκώθηκε άρρωστος από το νοσοκομείο και μπήκε από την πίσω πόρτα στο Γ’ Σώμα Στρατού στη Θεσσαλονίκη κι ανέλαβε τη διοίκηση, ενώ ο Περίδης- Διοικητής του Σώματος, που είχε το γενικό πρόσταγμα του «κινήματος»- έμπαινε, λίγα λεπτά αργότερα, από την μπροστινή. Τον βρήκε καθισμένο στη θέση του και τον άκουσε να διατάζει να τον συλλάβουν.
     Ο Βασιλιάς, στην Καβάλα, είχε στα χέρια του τον στρατό στον Έβρο και την τεθωρακισμένη μεραρχία στην Κομοτηνή, αλλά δήλωσε ότι δεν ήθελε να χυθεί αίμα και πήρε το αεροπλάνο για την Ιταλία. Ναι, αλλά πώς γίνονται τα πραξικοπήματα και πώς επικρατούν? Με μπουνιές?
     Ενώ οι χουντικοί είχαν εμπιστοσύνη μόνο στους εαυτούς τους (ίσως ούτε και σ’ αυτούς) οι πιστοί στον Βασιλιά είχαν υπερβολική εμπιστοσύνη στο κύρος των διαταγών τους και «στην Ιεραρχία». Κάπως έτσι, συν τη νωθρότητα, καταλήγεις στη φυλακή ή, στην καλύτερη περίπτωση, στην εξορία. Αντίθετα, οι συνταγματάρχες που είχαν τρομάξει βαθιά μέσα σ’ έναν εμφύλιο που κερδήθηκε με διαφορά στήθους κι όπου, «εξ απαλών ονύχων», είχαν εμπεδώσει πως κάθε λογής αθλιότητα επιβραβεύεται, ήδη μια φορά σφετεριστές, δεν ήταν διατεθειμένοι να χάσουν. Από πολλές απόψεις το πρόσφατο τούρκικο πραξικόπημα μοιάζει με το «κίνημα» του Βασιλιά.
                                           ………………

    Με αφορμή όλη αυτή την αθλιότητα που μάς έρχεται από την γειτονική χώρα θα ήθελα να πω, γρήγορα, κάποιες σκέψεις.
1ον) Αυτό που παρουσιάστηκε από την Τούρκικη κυβέρνηση, σαν λαός στους δρόμους, λαός εν δράσει  για την προάσπιση κ.λ.π  κ.λ.π  δεν είναι παρά ο παλιός καλός  «τούρκικος όχλος». Γνωστός μας από τα γεγονότα του ’55 στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι κι αλλοιώς, στην Τουρκία, παραδοσιακά, ο «όχλος» επιλαμβάνεται πολλών θεμάτων εσωτερικής και καμιά φορά και εξωτερικής πολιτικής.
2ον) Αυτό που μάς παρουσιάστηκε εδώ, σαν Τούρκικο οικονομικό θαύμα, ανάπτυξη, ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, άριστη διπλωματία, ανάδυση «μιάς ισχυράς Τουρκίας», διανθισμένο με τούρκικα σήριαλ και μπόλικη υποκουλτούρα, αποδείχθηκε  «τζόγος» με πολλές (αποτυχημένες) μπλόφες.  Φάνηκε τώρα και η πίσω του πλευρά, η σκοτεινή… και τα πήλινα πόδια: ένας δικτατορίσκος  και οι φιλοδοξίες του, σε μια χώρα χωρίς ομοψυχία.
3ον) Όσο περνούν οι μέρες, μάς έρχονται νέα για τους εξευτελισμούς που υφίστανται στα κελλιά και στα κρατητήρια οι συλληφθέντες. Η Τουρκία δεν παύει να εκπλήσσει τον κόσμο (όσους, τέλος πάντων, επιθυμούν να εκπλήσσονται),  πόσο πιστή παραμένει στο «Εξπρές του Μεσονυκτίου».  Με τα τελευταία γεγονότα όλη η παθολογία της σύγχρονης Τουρκίας βγήκε στη φόρα: The shit bucket hit the fan που λένε και οι Αμερικάνοι, δηλαδή ο κουβάς με τα σκ… χτύπησε τον ανεμιστήρα.
     Όλα τα εθνικά κράτη έχουν χρησιμοποιήσει λίγη ή περισσότερη βία για να απορροφήσουν μειονότητες, να εξαφανίσουν μειονοτικές κουλτούρες και ξένες γλώσσες εντός των συνόρων τους και να πετύχουν ομοιογένεια. Βασίζονται όμως σε μιά, περισσότερο ή λιγότερο, συμπαγή πλειοψηφία και εκπροσωπούν ένα έθνος και κάποιες αρχές δικαίου. Αλλά η Τουρκία είναι μια εγκληματική χώρα όπως το Ισραήλ, η Ναζιστική Γερμανία και η Ν. Αφρική του απαρτχάιντ. Θεμελιώθηκε πάνω στη γενοκτονία και την καταπίεση. Μια μειοψηφία Τούρκων κατάφερε να επιβληθεί σε μια πανσπερμία λαών που κατοικεί ανέκαθεν στη Μ. Ασία. Εκτούρκισε με τη βία ή την απειλή βίας και προέβη σε γενοκτονίες όπου ήταν αδύνατον να αφομοιώσει. Πόντιοι, Έλληνες των Μικρασιατικών παραλίων, Αρμεναίοι και τώρα οι Κούρδοι μπορούν να καταθέσουν.
 Έχει ενδιαφέρον ότι η γενοκτονία των Αρμενίων το 1915 έγινε με Γερμανούς συμβούλους. Πολύτιμη πείρα αποκτήθηκε από τους τελευταίους που, 25 χρόνια μετά, θα αναλάμβαναν να λύσουν και το «Εβραϊκό πρόβλημα». Να πώς Νεότουρκοι και Ναζήδες  συναντώνται!  Δεν είναι λοιπόν η Τουρκία «μια χώρα σαν αυτές που ξέρουμε». Και όπως ευφυώς ελέχθη: Η Τουρκία δεν έχει Ιστορία έχει ποινικό μητρώο. Εύλογο, αφού η Ιστορία της είναι μια Ιστορία κυριαρχίας. Καλόν είναι να ξέρουμε με ποιους έχουμε να κάνουμε και να μην εξωραΐζουμε.
4ον) Η Τούρκικη ιθύνουσα τάξη (και ο Ερντογάν) μιλάει για «τους λαούς της Τουρκίας» κάνοντας έτσι μια έμμεση παραδοχή. Γιατί δεν μας λένε όμως ποιοί ακριβώς είναι αυτοί οι λαοί? Με ποιο τρόπο «τσουβαλιάστηκαν» και σήμερα μιλάνε τούρκικα?
 27 γλώσσες μιλιούνται ακόμα στη Μ. Ασία. Στα παράλια του Αιγαίου η μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων είναι εκτουρκισμένοι Έλληνες-μια ματιά στις όψεις τους θα σας πείσει. Κάποιοι θυμούνται ακόμα λίγα ελληνικά. Εξισλαμισμένοι  Έλληνες παραμένουν στον Πόντο και υπάρχουν ακόμα ελληνόφωνα χωριά. Αρμένιοι επιβιώνουν ακόμα στα ανατολικά, γύρω από τη λίμνη Βαν και το Κάρς. Οι Κούρδοι γεμίζουν όλη τη Ν.Α Τουρκία και πρόσφατα την Ινσταμπούλ.  Ασσύριοι στα σύνορα με τη Συρία μιλούν Αραμαϊκά. Και επιπλέον, Κάρες, Λύδοι, Φρύγες, Παφλαγόνες, Καππαδόκες και άλλοι θα ξυπνήσουν όταν θ’ αρχίσει η διάλυση του κατασκευάσματος. Έχουμε δει κοιμισμένες εθνικές συνειδήσεις λαών που είχαν περάσει στη λήθη (αλλά όχι στην ανυπαρξία) να αφυπνίζονται όταν διαλύθηκε η χώρα που τους περιείχε (Σοβιετική Ένωση).
5ον) Η σύγχρονη Τουρκία είναι μια συνέχεια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας περιορισμένης στα όρια της Μ. Ασίας. Η ελληνική αποτυχία το 1922 ήταν η σωτηρία της. Το κρατικό μόρφωμα που επιβίωσε είχε όψη εξαμβλώματος αλλά όλοι κάνανε ότι δεν το βλέπανε. Άλλοι γιατί δεν τολμούσανε ποιούμενοι την ανάγκη φιλοτιμία και άλλοι γιατί τους βόλευε. Το Ανατολικό ζήτημα επιλύθηκε κατά το ήμισυ και το υπόλοιπο αφέθηκε να επιλυθεί εν ευθέτω χρόνω. Αυτός ο χρόνος μετράει μέχρι στιγμής έναν αιώνα, αλλά τι είναι ένας αιώνας μες την Ιστορία? Απ’ ό,τι φαίνεται όμως η αντίστροφη μέτρηση άρχισε.
     Η Τουρκία λοιπόν δεν είναι χώρα κανονική αλλά, σαν τις προαναφερθείσες, μια υπερβολή. Και όπως όλες οι υπερβολές και τα εκτρώματα έχει περιορισμένη ζωή.
6ον)  Οι έξυπνοι διπλωμάτες και πολιτικοί όταν ακούν για «τούρκικο λαό» σιωπούν. Τούς αρκεί το τούρκικο κράτος. Συνήθως είναι…  Αγγλοσάξωνες κι αφού υπηρετούν τα συμφέροντα Δυνάμεων μακρινών και «έκκεντρων» χρειάζονται ένα κράτος στην περιοχή για να «κάνει τη δουλειά». Η «δουλειά» είναι να αποτελεί φραγμό στη κάθοδο της Ρωσίας. Το κράτος αυτό πρέπει υπάκουα να παίζει τούτο τον ρόλο. Η τύχη μιας Τουρκίας «τζαναμπέτικης», ενώ της λείπει η εθνική συνοχή, είναι προδιαγεγραμμένη.
7ον) Η Τουρκία, λόγω εθνικής ανομοιογένειας, δεν μπορεί να πετύχει κανένα είδος Δημοκρατίας, έστω Δυτικού τύπου. Οποιαδήποτε απόπειρα εκδημοκρατισμού θα καταλήξει στη διάλυση. Για να παραμένει ενωμένη χρειάζεται τον «Πατέρα των Τούρκων» ή τους γιούς του, τους στρατηγούς, ή έναν νεο-οθωμανό φύρερ. Οι Δυτικοί ηγέτες το γνωρίζουν και οι πιέσεις που κάποτε ασκούν προς αυτή την κατεύθυνση έχουν εκβιαστικό χαρακτήρα. Ένα αυταρχικό κράτος πρέπει, σαν καπάκι, να σφραγίζει την κατσαρόλα όπου μέσα σιγοβράζουν οι αντιθέσεις. Φυσικά όσο πιο σφιχτά εφαρμόζει τούτο το καπάκι τόσο πιο βίαιη θα είναι η κρίσιμη στιγμή. Προς το παρόν «το γλεντάει» ο Ερντογάν.
8ον) Λέγεται σαν κλισέ, πως τα «βάθη της Τουρκίας» διαφέρουν από τα παράλια. Υπάρχει αλήθεια εδώ. Είναι αυτά «τα βάθη»  που κατέκαψαν την ανέμελη και «άπιστη»  Σμύρνη το ’22. Τώρα με τη θρησκευτική αναβίωση οι δυο Τουρκίες  θα πολωθούν.  Αλλά τι κράτος κοσμικό- κράτος στρατηγών! Που έθεσε τους Σούφι εκτός νόμου- ό,τι γλυκύτερο μάς έδωσε το Ισλάμ! Και ποια η εναλλακτική του- αυτοί που δουλεύουν με τον ISIS!
9ον) Πάγια επιδίωξη του Ελληνισμού πρέπει να είναι η διάλυση της Τουρκίας. Ο τεμαχισμός της σε μια σειρά κρατών: Δυτική Μικρά Ασία, Ανατολική Θράκη με την Ινσταμπούλ και την απέναντι Ασιατική Ακτή και ίσως τα Πριγκηπονήσια, με το πιθανό όνομα Βυζάντιο. Μια Δημοκρατία του Πόντου. Αρμενία , Κουρδιστάν, μια Ασσυριακή κρατική οντότητα στα σύνορα με τη Συρία και ό,τι άλλο ήθελε προκύψει. Και μια Τουρκία γύρω από την Άγκυρα και το Ικόνιο με έξοδο στη Μαύρη Θάλασσα και στη Μεσόγειο.
     Παράξενο? Και όμως, πόσο δίκαιο! Διότι μια Τουρκία απλωμένη στη σημερινή της έκταση είναι μια χώρα με προβληματική ταυτότητα- και μια χώρα με προβληματική ταυτότητα ταλαιπωρεί ποικιλοτρόπως τους κατοίκους της και είναι απειλή για τους γείτονές της.
    Προς τούτο πρέπει κατ’ αρχήν να ειπωθεί από ελληνικά χείλη τι ακριβώς συμβαίνει στη Μικρά Ασία κάτω από τον τούρκικο μπερντέ. Και έναν τέτοιο κατακερματισμό δεν γίνεται να μην τον έχουνε σκεφτεί κάποια υπερατλαντικά γραφεία-ίσως να υπάρχουν και οι σχετικοί χάρτες. Ούτε βέβαια οι Ρώσσοι πρέπει να είναι υπεράνω τέτοιων πειρασμών. Η Ελλάδα θα έπρεπε να ετοιμάζεται να προωθήσει τέτοιες λύσεις όταν έρθει η κρίσιμη στιγμή. Η Τουρκία υπήρξε πάντα ο κακός της δαίμονας. Πρέπει κάποτε να τελειώνει με αυτό. Αλλά κάτι τέτοιο μπορεί να είναι σχέδιο μόνο μιάς Δημοκρατικής Ελλάδας. Η σημερινή είναι φυσικό να βλέπει με δέος το κύμα που σηκώθηκε στην Τυνησία και πέρασε Λιβύη, Αίγυπτο, Συρία και έφτασε στη Σμύρνη, τον Βόσπορο και το Μαρμαρίς. Επόμενο είναι, μετά την Κύπρο, να φοβάται για τα Δωδεκάνησα και τη Θράκη.
     Έναν αιώνα μετά το ’21, το 1922, ο Ελληνισμός περνάει στην άμπωτη. Τα όσα συμβαίνουν (ή δεν συμβαίνουν) τα τελευταία χρόνια προαναγγέλλουν συμφορά. Η παρακμή πρέπει επειγόντως να αναστραφεί.
10ον) Υπάρχουν εδώ σ’ αυτή τη χώρα, άνθρωποι οι οποίοι σχεδόν λυπούνται για την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης δυό αιώνες πριν. Λίγο αν περίμεναν οι οπλαρχηγοί και οι Φιλικοί, μας λένε, οι Έλληνες θα είχαν «πάρει κεφάλι» μες την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Λες και οι Έλληνες άλλη φιλοδοξία δεν είχαν παρά να είναι παρακοιμώμενοι του Σουλτάνου. Είναι σχεδόν Κεμαλιστές ή φιλο-οθωμανοί και, μέχρι χθες, θαυμαστές του Ερντογάν.
     Και η μεγάλη μάζα των τηλεθεατών δόθηκε  πακέτο στα τούρκικα σήριαλ να σκέφτεται ότι αν χάθηκε το Beverly Hills εμφανίστηκε, ποικιλμένη με σιρόπια και λίγη Λωξάντρα, ο Βόσπορος, η τούρκικη εκδοχή. Έτσι κι αλλοιώς ματαιώθηκαν διαδοχικά οι ελπίδες που στρέφονταν στην Αγγλία, στην Αμερική και στην Ευρώπη.
    Η δε ελίτ, οι πολιτικοί απόγονοι των κοτσαμπάσηδων, αναγκασμένοι τώρα να κυβερνάνε μια χώρα μόνοι τους, σα να νοιώθουνε μια νοσταλγία για τα παλιά τους αφεντικά. Ακολουθούν την προαιώνια πολιτική κατευνασμού και το ρητό: χέρι που δεν μπορείς να το δαγκώσεις φίλα το. Είναι βέβαια κάπως θρασύδειλοι, καθόλου περίεργο που συμπεριφέρονται με τέτοια περιφρόνηση στους αδύναμους συμπατριώτες τους.
                                              ………………

    Μια τελευταία σκέψη για τους ανθρώπους τους ειρηνικούς που προσπαθούν να ζήσουν με κάποια εντιμότητα στη γειτονική χώρα. Θα περάσουν δύσκολα χρόνια μέσα στα γεγονότα που θα συμβούν και βρίσκονται μπροστά στη διαδικασία μιας επίπονης αυτοσυνείδησης.
    Το φαντάζεστε? Να ζεις εκεί και να λες: “είμαι Τούρκος”. Και να αναρωτιέσαι: “Τι σημαίνει αυτό? Τι σημαίνει τουρκικότητα?”  Ιλλιγιώδες!


                                                                                            Β.Η

Κυριακή 24 Ιουλίου 2016

Γέρασε και ο πόλεμος

                                 Ο Ύπνος της Λογικής γεννάει τέρατα


                                                Τα φώτα χαμηλώνουν.
                               Σκοτάδι απλώνεται παντού όπως το μαύρο 
                                     κατακλύζει τους πίνακες του Γκόγια.


 «…Έτσι πέρασε η μέρα. Οι Γάλλοι μέναν στη θέση τους… οι δικοί μας αποτραβήχτηκαν από τη φωτιά της μάχης και όλα ήταν σάμπως τίποτα να μην είχε συμβεί. Όλοι μας ήμασταν κατάπληκτοι. Το πρωί ακόμα άλλη σκέψη δεν είχαμε από το πώς να διαλύσουμε το Γαλλικό Στρατό. Εγώ ο ίδιος είχα την πιο απεριόριστη εμπιστοσύνη στο Στρατό μας, στο Δούκα του Braunschweig(1)…  Τώρα μέναμε όλοι μας σιωπηλοί, ο καθένας μόνος του, χωρίς να ξέρουμε αν έπρεπε να στενοχωρηθούμε για την κακοτυχία μας ή να ευχαριστηθούμε για ό,τι έγινε αυτή τη μέρα. Η νύχτα έπεσε και καθίσαμε όλοι γύρω γύρω αλλά, αντίθετα με τη συνήθειά μας, δεν ανάψαμε φωτιές. Οι περισσότεροι σιωπούσαν, μερικοί φλυαρούσαν αλλά κανείς δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί και να σοβαρευτεί. Και καθώς ήμουν αυτός που συνήθως διασκέδαζε τη συντροφιά, κάποιος με ρώτησε τι σκέφτομαι. Και τότε είπα:  "Από εδώ και πέρα αρχίζει μια νέα εποχή της Παγκόσμιας Ιστορίας. Και σεις θα μπορείτε να λέτε ότι ήσασταν παρόντες’’…
Αυτά έγραφε ο Γκαίτε για τη μάχη του Βαλμύ. Και μέσα στην έκπληξη, τη σιωπή και την αιφνίδια απογύμνωση αυτών των ανθρώπων που τους άγγιζε μιά δύναμη που τους ξεπερνούσε, εύκολα, ίσως, μπορούμε να καταλάβουμε την πανηγυρική σοβαρότητα με την οποία ακούστηκε αυτό το ‘’Μπορείτε να λέτε, Ήμασταν εκεί και είδαμε’’.
Για πρώτη φορά στην Ευρωπαϊκή Ιστορία μετά την Αναγέννηση, μια μάχη γινόταν όχι πιά ανάμεσα σε δυό στρατόπεδα αλλά ανάμεσα σε δυό καθεστώτα. Και στη μάχη αυτή ανάμεσα σε δυό συστήματα αξιών και σε δύο στυλ ανθρώπινης ύπαρξης που καμμιά δύναμη δεν μπορούσε να συμφιλιώσει, δεν νίκησε ο πιο τεχνικά οργανωμένος στρατός αλλά το καθεστώς που είχε κατορθώσει να διοχετεύσει προς το μέτωπο όλο το δυναμισμό, το πάθος και τον ενθουσιασμό ενός παράγοντα άγνωστου ως τα τότε – ενός παράγοντα που επρόκειτο να δώσει νέες διαστάσεις στην Ευρωπαϊκή Ιστορία: της επαναστατικής μάζας.
Όλα τα καθεστώτα που ήξερε ο Γκαίτε στηρίζονταν στην απόλυτη αδράνεια και παθητικότητα ή, μάλλον, στην ανυπαρξία της Μάζας.
… Αν στις ειρηνικές περιόδους οι μάζες δεν είχαν παρά να διαλέξουν ανάμεσα στην παθητική υπακοή και την άγονη ανταρσία, στους Πολέμους η παρουσία τους ήταν εξ ίσου μηδαμινή κι ασήμαντη. Μετά την εξαφάνιση των πολιτοφυλακών των μεσαιωνικών κοινοτήτων και μετά το ξεθύμασμα των θρησκευτικών πολέμων, οι μαζικοί στρατοί εξαφανίστηκαν και τη θέση τους πήραν οι μόνιμοι επαγγελματικοί Στρατοί της Μοναρχίας. Αν εμείς ζούμε τον Πόλεμο – οποιονδήποτε εθνικό, ολοκληρωτικό ή επαναστατικό Πόλεμο – σαν κάτι ολοκληρωτικό: σαν μια δύναμη που κινητοποιεί όλες μας τις ψυχικές δυνατότητες, σαν μια οριακή εμπειρία της ύπαρξής μας που φέρνει σε μια άμεση συμμετοχή στην Ιστορία ακόμα και τις πιο ξένες προς κάθε ιστορική βούληση κοινωνικές κατηγορίες, μπορούμε ν’ αναμετρήσουμε όλο το χάος που μας χωρίζει από τον 18ο αιώνα, αν αναλογιστούμε την αλλόκοτα ουδέτερη στάση του απέναντι στο γεγονός του Πολέμου και τους Στρατούς που το ενσάρκωναν. Χάρη σ’ αυτούς τους Στρατούς έγραφε ο Βολταίρος ‘’οι λαοί δεν ανακατεύονταν καθόλου στους Πολέμους που έκαναν οι κύριοί τους. Πολύ συχνά, οι πολιορκημένες πόλεις περνάν από τη μια εξουσία στην άλλη χωρίς αυτό να κοστίσει τη ζωή ούτε ενός από τους κατοίκους τους: την εξουσία την αγοράζει αυτός που έχει τους περισσότερους στρατιώτες, τα περισσότερα κανόνια και τα περισσότερα χρήματα’’. Οι Στρατοί λοιπόν αντιπροσωπεύουν ένα αναγκαίο κακό που επέτρεπε στις μάζες, στους ‘’λαούς’’ να μένουν στο περιθώριο της Ιστορίας, σαν ένας παθητικός Χορός απέναντι σε μια Τραγωδία που του ήταν αδιάφορη.»

Έτσι αρχίζει το «Μάζα και Ιστορία» ο Κώστας Παπαϊωάννου.
                                                     ………………………………………

Μεγάλη η απόστασή μας από την Ηρωική Εποχή όπου οι πολεμιστές μάχονταν σώμα με σώμα, προσωπική αξία με προσωπική αξία, κι όταν κάποιοι που οι πατεράδες τους δένονταν με δεσμούς φιλοξενίας αναγνωρίζονταν μέσα από τα κράνη, έκαναν και οι δυό στο πλάι και συνέχιζαν να πολεμούν με άλλους που τούς ήταν «ξένοι». Αλλά η Τροία κάηκε συνθέμελα και η Ιλιάδα ήταν περίπου μιά λαμπρή νιότη.
Μεγάλη η απόσταση και από τότε που όταν δύο στρατοί συναντιόνταν στο πεδίο της μάχης οι βασιλιάδες συμφωνούσαν να μονομαχήσουν oι ίδιοι ή να βάλουν μπροστά δυό επίλεκτους πολεμιστές -κι όποιος νικήσει- για ν’ αποφευχθεί η γενική αιματοχυσία. Ήταν ακόμα ζωντανή η ιπποτική παράδοση που ένας μακρινός της αντίλαλος έφτασε ως τις μέρες μας όταν, λόγου χάριν, ο Γερμανός στρατηγός Ρόμμελ όχι μόνο θαυμαζόταν από τους Άγγλους στρατιώτες της 8ης στρατιάς, για το ταλέντο του, αλλά έχαιρε και βαθιάς εκτίμησης για την ιπποτική συμπεριφορά του απέναντί στους αιχμαλώτους. Αλλά αυτός ευτύχησε να είναι στρατηγός σ’ ένα ανεξάρτητο Μέτωπο και μάλιστα στην έρημο.
Μεγάλη η απόσταση από την ήττα των Πρώσσων στο Βαλμύ στα 1792. Μεγάλη η απόσταση και από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον τελευταίο όπου- αν και οι πόλεμοι έχουν ήδη γίνει εθνικοί- μόνο οι στρατοί συμπλέκονται και υπάρχουν ακόμα άμαχοι. Δηλαδή οι άμαχοι παραμένουν σεβαστοί. Ήταν ακόμα ο 19ος αιώνας, μεγάλος αιώνας για τη Δύση, που με κάποιο τρόπο συνεχίστηκε βαθιά ως τον Εικοστό. Ίσως ως την 1η Σεπτέμβρη του 1939 όταν οι Γερμανοί εισβάλουν στην Πολωνία. Ήδη από το χειμώνα του ’40 – ’41, όταν αρχίζουν οι βομβαρδισμοί του Λονδίνου και τα μετόπισθεν γίνονται μέτωπο, είμαστε στη Νέα Εποχή και οι Γερμανοί ήρξαντο χειρών αδίκων, με άξιους όμως μαθητές. Από κει και πέρα αρχίζει η Χιροσίμα και η Δρέσδη. Οι Αμερικανοί ειδικοί πολέμου, με μολυβάκι και χαρτί, υπολογίζουν τον αριθμό νεκρών που θα έπρεπε να καταθέσει η Αμερική για να καταλάβει τα Ιαπωνικά νησιά και ο Τρούμαν έριξε τη βόμβα.

Όλο και πιο πολύ σήμερα, η γραμμή του μετώπου χάνεται ή μάλλον το μέτωπο μεταφέρεται παντού και οι επιχειρήσεις έχουν διεύθυνση: όνομα δρόμου και αριθμό. Ο εχθρός κρύβεται παντού, η κατάσταση πολιορκίας είναι επιτακτική και πρέπει να διαρκεί μόνιμα. Το Παλαιστινιακό απαρτχάιντ απλώνεται σαν τις κηλίδες πετρελαίου και σαν τη ραδιενέργεια. Είναι ο Ολικός Πόλεμος όπου δεν υπάρχουν αθώοι.
 Έτσι χάνεται η ηλικία της αθωότητας –  κοριτσάκια πυροβολούνται  μέσα σε συναυλίες, βρέφη ξεβράζονται σε παραλίες, βρέφη καρφώνονται φανατικά με ξιφολόγχες, βρέφη βομβαρδίζονται από ψηλά.
 Ήρθε λοιπόν η εποχή των «ασύμμετρων πολέμων», όπου παύει κάθε πλεονέκτημα αν λέγεσαι Ζαν Ζακ, Μπομπ ή Έλεν αντί για Χάλεντ, Χασάν και Λέυλα, μέσα από την επίτευξη τη νέας ισορροπίας  τρόμου
Και τις φρίκες του πολέμου διαδέχονται οι φρίκες της ειρήνης. Την ‘’οικονομική κρίση’’ συμπληρώνει ο ‘’αγώνας ενάντια στην Τρομοκρατία’’. Μη Πόλεμος – Μη Ειρήνη!
Μαζί με τους ολάνθιστους κήπους και τις αυλές χάνεται η εποχή των ψιθύρων. Η καθημερινή ζωή, όλο και πιο πολύ, αποκτά την όψη μιάς γενικευμένης κατήφειας. Έτσι χάνεται η εποχή της αθωότητας! Λήγει με τη Στιγμή - Ένα που έρχεσαι στον κόσμο. Και η Γη γίνεται ένας τόπος τιμωρίας.
Και η στιγμή που γεννιέσαι όλο και πιο πολύ μοιάζει σαν να συναντάς ένα μνησίκακο φανατικό γέρο. Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς: Γερνάει ο Πόλεμος μαζί με τον Πολιτισμό.

Η κλιμάκωση μόλις τη συνειδητοποιείς γίνεται ανησυχητική. Ακολουθώντας τη γενική περιφρόνηση προς κάθε τι που αναπνέει και θάλλει, σε αγαστή σύμπνοια, κράτη και τρομοκράτες, αληθινοί ή ψεύτικοι, διαρκώς υπερακοντίζουν. Οι μεν καλυπτόμενοι υποκριτικά με επίχρισμα νομιμότητας οι δε με δίκαιη λύσσα.  Αργά αλλά σταθερά τα φώτα χαμηλώνουν σε ένα δυσοίωνο ημίφως. Το γέρας δεν είναι πλέον η ζωή αλλά μόνο ένα υπόκωφο μουρμουρητό ακούγεται από παντού: Viva la Muerte!
Καθόλου παράξενο: Ο μόνος νεαρός πόλεμος – αυτός για τη ζωή – κηρύχθηκε ανεπίτρεπτος.
                                                                                                                                  

                                                                                                                              Β.Η

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2016

Οι Ένοικοι




   Οπερετικό πραξικόπημα στην Τουρκία (αγνώστου πατρός). Λουτρά αίματος στη Γαλλία. Βαρβαρότητες του όχλου στην Τουρκία και παράφρονες που οδηγούν φορτηγά με εκρηκτικά στη Γαλλία.

    Τίποτα δεν μας συγκινεί και δεν μας συγκλονίζει μόνο παριστάνουμε τους συγκλονισμένους. Για λίγο μόνο μας απασχολούν τα "Νέα" και την άλλη μέρα τα ξεχνάμε. Πρόκειται για μια επιδερμική συγκίνηση- δεν θα ευχόμασταν κάτι παραπάνω. Ούτε θα το αντέχαμε.
     Πρόκειται για τις "Ειδήσεις". Την "Πληροφορία" και την αδιάκοπη ροή της. Τυπικό και "Θεία Λειτουργία" της σύγχρονης θρησκείας. Που σαν κάθε Θρησκεία προϋποθέτει πίστη. Και είναι η πίστη στην Πραγματικότητα. Ή σ' αυτό που έχει τη φήμη της πραγματικότητας.

   … Αλλά είχαν απαρνηθεί την Πράξη. Επρόκειτο για νεκρούς που ονειρεύονταν ότι ζουν. Για λίγο μόνο το συνειδητοποιούσαν και μετά χάνονταν σε μια νέα δίνη. Το ένα όνειρο "έσβηνε" μέσα στ' άλλο. Σαν να ανανεωνότανε ή "δόση". Επρόκειτο για τους ενοίκους του Κάτω Κόσμου. Μια νέα "έγχυση" φαρμάκου, παραισθητικού και ανώδυνου, τούς κρατούσε κλεισμένους στον σύγχρονο Άδη.
    Κάποτε ένα μακρινό ξυπνητήρι ηχούσε επίμονα κι ενοχλητικά και ύστερα μετάλλαζε σε κάτι άλλο. Και μετά σε κάτι άλλο πάλι.

    Πρόκειται για τους πολίτες της Δημοκρατίας. Ικανοποιημένοι κι αλαζόνες κάποτε και τώρα οι έγκλειστοι ενός καθεστώτος που έχει τη φήμη της Δημοκρατίας.
     Και τρέμουν βαθιά και αμίλητα την ώρα που θα ξυπνήσουν μέσα στο ζωντανό και ξορκισμένο. Την ώρα που θα αρχίσουν να έρχονται οι απλήρωτοι λογαριασμοί ενός ξεχασμένου σπιτιού που για χρόνια παραμένει κλειστό. Την ώρα που θα ξυπνήσουν σε κάτι που δεν είχε ποτέ καμία φήμη.

                                                                           Β.Η

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2016

A Salty dog



    Αυτό το κομμάτι, ο “Θαλασσόλυκος”, ακουγόταν με κατάνυξη, από νύχτα σε νύχτα, 40 περίπου χρόνια πριν. Κάποιοι «ευγενείς τυχοδιώκτες», σε πολύ νεαρή ηλικία, προσπαθούσαν να διελευκάνουν το νόημα των στίχων. Όχι άδικα-δύσκολα θα μπορούσε να βρεθεί ένας πιο κατάλληλος ύμνος για την έξοδό τους στον κόσμο. 
    Αν, δε, λόγω των δυσκολιών που παρουσίαζε μια ξένη γλώσσα, κάποια λόγια παρέμεναν σκοτεινά, σχεδόν κρυπτικά, αυτό δεν αποτελούσε πρόβλημα. Η φαντασία επιτελούσε το έργο της. Ήταν άλλωστε κάτι που ταίριαζε με την αναζήτηση του νοήματος της ζωής. Δύσκολο να εντοπιστεί- δύσκολο να οριστεί. Σαν λεπτή σκόνη που αιωρείται, πάντα ξένιζε όσους στερούνται συνάψεων με τον κόσμο της φαντασίας.
    Και η τοιαύτη, λόγω γλώσσας, ασάφεια, η οποία ενέτεινε αυτή που ήδη, ούτως ή άλλως, ενυπήρχε -ήταν ό,τι πιο κοντά στο αισθητικό γεγονός. Γιατί το αίσθημα που δημιουργείται, όταν κάτι είναι παρόν χωρίς να αναφέρεται, όταν κάτι υπονοείται δίχως να ονομάζεται, όταν κάτι “διαρκώς τείνει να ειπωθεί χωρίς να λέγεται ποτέ, αυτό ακριβώς είναι το αισθητικό γεγονός”. Το σχεδόν απτό που πάντοτε διαφεύγει.
    Όσον αφορά αυτό που νύκτωρ αποζητούσαμε σκαλίζοντας τους στίχους, δεν είχαμε καμμιά αμφιβολία: ήταν η μεγάλη περιπέτεια του καιρού μας.
    Κι αυτή σχεδόν απτή και διαρκώς διατρέχουσα πλαγίως.

    Αν, δε, σκεφτώ εκείνα τα νεαρά παιδιά που έσκυβαν με τεταμένη την προσοχή πάνω από τον δίσκο του πικ-απ: όλα τους παρέμειναν πιστά σ' έναν όρκο που ποτέ δεν δόθηκε με λόγια. Ήταν θέμα κλήσης- που έρχεται πάντοτε νωρίς. Τα 16 είναι η ηλικία ενός μακρινού συναγερμού. Τα 19 μιάς σιωπηρής υπόσχεσης.
    Και παρόλο που οι ίδιοι ήταν αυτοί που είχαν γκρεμίσει μέσα τους τους βωμούς ενός κόσμου που αναμφισβήτητα έβαινε προς τη δύση του, η κατάνυξη δεν έπρεπε να ξαφνιάζει. Ήταν πάντα ένα αίσθημα που εμφανίζεται όταν το αυθεντικό βρίσκει τον δρόμο του μέσα από ίσκιους.

    Και αν στα χρόνια που ήρθαν η αγάπη προς την περιπέτεια δυσφημίστηκε, όσο δεν έπαιρνε άλλο -κι έπρεπε να ζεις σε κάποιες παρυφές, έγκλειστος σε μιά μειοψηφία- τι μ' αυτό? Η συνέπεια και το σθένος ήταν πάντα κάποιες από τις αρετές μας.

                                                                                   Β.Η

Σάββατο 2 Ιουλίου 2016

Back to Black



    Οι Αγγλοσάξωνες έφτιαξαν ένα κόσμο τόσο τρομακτικό που τα παιδιά των παιδιών τους χρειάστηκε να δημιουργήσουν ένα νέο είδος μουσικής για να φτύσουν την οργή τους και την αηδία τους για αυτόν. Η μουσική αυτή αυθάδεια ήταν το RocknRoll. Πιο πολύ από την περίφημη ηχητική ευκαμψία της αγγλικής γλώσσας, αυτό ήταν ο λόγος που το RocknRoll παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό μια αγγλοσαξωνική υπόθεση. Στη γέννηση αυτής της μουσικής συνεισέφεραν και οι Αμερικανοί Νέγροι που τους είχαν φερθεί σαν να ήσαν τα σκουπίδια του λευκού πολιτισμού.
    Κάποιοι ιδιοφυείς νεαροί, στριμωγμένοι σ’ έναν κόσμο που επιταχύνοντας έφτανε σε όρια ασφυξίας, έμπασαν τόση νεγρίλα σ’ αυτή τη μουσική, όση μπορούσαν ν’ αντέξουν τα λευκά στομάχια. Ακολουθώντας κάτι τόσο υγιές, όσο ένα ένστικτο, ένοιωσαν την ανάγκη των καιρών. Αυτός ο κόσμος που επέβαλε τους διαχωρισμούς, σαν κάτι απαραίτητο, είχε χωρίσει το κορμί απ’ το μυαλό. Η ισορροπία έπρεπε επειγόντως να αποκατασταθεί. Και αφού, σαν νέοι, ήσαν υγιέστεροι από τους πατεράδες τους, σ’ αυτούς ανήκε ο πρώτος λόγος και ήταν αυτοί που-ακολουθώντας κάποιους προδρόμους- θα κατέβαιναν στα “μαύρα” καταγώγια. Εκεί δηλαδή που συνέβαιναν οι μουσικές ιερουργίες.
    Από ‘κει και πέρα, ο Πρίσλεϊ μπορούσε να κουνάει τα γοφά του από Ακτή σε Ακτή και οι Beatles να τραγουδούν μια τόσο αδιόρατη soul που διέφευγε κάθε λογοκρισίας και εγκαταστάθηκε στα λευκά σαλόνια. Αυτοί έκλεψαν τα λευκά παιδιά απ' τους γονείς τους.
    Ήταν φυσικό επομένως, το RocknRoll να αγαπηθεί και από τις νεολαίες των χωρών που έμπαιναν σ’ αυτό τον (αγγλοσαξωνικό) μονόδρομο της αποτελεσματικότητας και της κατήφειας. Σαν να λέμε, στους Αμερικάνικους εφιάλτες.
    Ήταν φυσικό επίσης, ο καπιταλισμός να αντιδράσει με την αφομοίωση και την εμπορευματοποίηση της νέας μουσικής.
    Ήταν φυσικό, το punk να σαρώσει ό,τι είχε αρχίσει να γίνεται συμβατικό επιστρέφοντας με μια δεύτερη επίθεση.
    Και είναι φυσικό ό,τι, μετά απ’ όλα αυτά, το hip hop, που γεννήθηκε στις μαύρες γειτονιές της Νέας Υόρκης και στην ηλιόλουστη κόλαση του Λος Άντζελες, όλο και πιο αράπικο και αλήτικο, να εκφράσει τις δυνάμεις της ζωής.
    Ενώ όμως το RocknRoll παρέμεινε πάντα μια “λευκή υπόθεση” – οι Μαύροι ποτέ δεν ταυτίστηκαν μαζί του, το έβλεπαν απλώς με συμπάθεια σαν μια μουσική των λευκών συμμάχων τους- το hip hop απηχεί το αυξανόμενο ανακάτωμα των φυλών μέσα στις Δυτικές μητροπόλεις.
    Το γεγονός ότι μια μουσική Μαύρων έγινε τόσο εύκολα μουσική της λευκής νεολαίας επίσης, έχει και αυτό τη σημασία του.
    Τού λόγου μου, από πολύ νωρίς ήμουν πεπεισμένος για την ανωτερότητα της μαύρης φυλής.


                                                                                            Β.Η