Τετάρτη 22 Ιουλίου 2015

Ένα Πρωθυπουργικό Πραξικόπημα

                                                                                                  Si vis pacem para bellum
                                                                       Αν θέλεις ειρήνη προετοιμάσου για πόλεμο
   
    Με λύπη κάνω την πρώτη ανάρτηση εδώ για να μιλήσω για τη φρίκη των ημερών. Αναγκαστικά θα πάω πίσω στις 25 Γενάρη τότε που αρχίζει αυτό που θα ζήσουμε τα επόμενα χρόνια. Το διάστημα που αρχίζει με τις ταραχές του ’08 (αρχή της ‘’κρίσης’’) και τελειώνει με την πτώση της κυβέρνησης Σαμαρά ήταν το πρώτο κεφάλαιο και, απ’ ό,τι φαίνεται, η ημερομηνία των εκλογών ορίζει το τέλος μιας αρχής.
    Ο Σύριζα ανέβηκε στην εξουσία υποσχόμενος «Ευρώπη χωρίς Μνημόνιο» καλλιεργώντας αυταπάτες στους ψηφοφόρους και πουλώντας αυτό που ήθελαν ν’ ακούσουν. Όσοι από τα στελέχη του θεωρούσαν κάτι τέτοιο δυνατό και πίστευαν στην πραμάτειά τους πρέπει να χαρακτηριστούν αφελείς, άρα επικίνδυνοι και όσοι ήξεραν ότι το εμπόρευμα ήταν σκάρτο και χωρίς αξία στην αγορά και κρύβονταν πίσω από τέτοιου είδους συνθήματα, κυνικοί και χειραγωγοί, άρα πάλι επικίνδυνοι. Βέβαια τα ψέματα σε βοηθάνε ν’ ανέβεις ευκολότερα στην εξουσία αλλά πρέπει να κυβερνάς σαν άθλιος και δεν σε βοηθάνε να κατέβεις από κει αξιοπρεπώς.  Αλλά τι να λέγανε? Πολιτικοί ήταν αυτοί, όχι κάποιου είδους κοινωνικοί αναμορφωτές. Και σαν τέτοιοι είχαν διασφαλισμένο το δικαίωμα να κολακεύουν το κοινό  τους.
    Ένα αριστερό κόμμα λοιπόν χωρίς συνεκτική θεωρία για τον σύγχρονο κόσμο που-σαν αριστερό κόμμα- ήθελε να αμφισβητήσει αυτόν τον κόσμο χωρίς να τον καταστρέψει ήταν προ των πυλών. Οπότε κλήθηκε ο Βαρουφάκης, ο «αιρετικός» οικονομολόγος, με την υπερβολική εμπιστοσύνη στην οικονομική του επιστήμη. Μόνο που η οικονομία δεν είναι επιστήμη αλλά ένα σύνολο από θεωρίες κι αυτό που μετράει σ’ αυτές είναι οι πόροι και η οικονομική και στρατιωτική ισχύς που κρύβονται πίσω από τα λόγια. 
    Ο Σώυμπλε όμως και οι περί αυτόν είχαν εξ αρχής δείξει τις διαθέσεις τους. Να πάνε μέχρι τέλους κι εκεί έσπρωχναν την διαπραγμάτευση. Να τα πάρουν όλα και να μην αφήσουν τίποτα. Ο υπουργός Οικονομικών, του οποίου η μπλόφα τελείωσε σχετικά νωρίς όταν οι αντίπαλοι ζήτησαν να δουν το «χαρτί» του, βρέθηκε σε δεινή θέση και δεν μπορούσε να σωθεί με την ευγλωττία του. Όταν διαπίστωσαν ότι την ρήξη την είχε «φανταστεί» ή ίσως και να την είχε αναθέσει σε ένα ανεπίσημο γραφείο προς μελέτην αλλά δεν την οργάνωνε, τότε το μόνο  όπλο που είχε άλλαξε χέρια. Το πεντάμηνο που κράτησε η διαπραγμάτευση ξοδεύτηκε με άσφαιρα πυρά και κύριο μέλημά τους πιά μπρος στην, όλο και πιο καθαρά, διαφαινόμενη ήττα, ήταν να υποχωρήσουν αξιοπρεπώς «έξω» για να διατηρήσουν το κύρος τους «μέσα». Κι όταν τους το αρνήθηκαν κι αυτό, έλειπε πια μια τελευταία μεγαλοστομία αφού μόνο λόγια ήταν το εφόδιό τους.
     Πιεσμένοι ανάμεσα σ’ αυτά που είχαν υποσχεθεί στους ψηφοφόρους τους και σ’ αυτά που τους έδιναν διοργάνωσαν ένα δημοψήφισμα. Η σκέψη ήταν απλοϊκή. Επιδίωκαν να πιέσουν  με «τη δύναμη της λαϊκής ετυμηγορίας»  ανθρώπους που δεν ίδρωνε το αυτί τους από τέτοια. Να την φέρουν δηλαδή στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης μήπως και αυτή τα καταφέρει εκεί που οι ίδιοι είχαν ευλόγως αποτύχει και μπορέσουν να σώσουν την παρτίδα. Όμως το πράγμα γινόταν όντως επικίνδυνο. Αυτοί οι ερασιτέχνες «εκεί κάτω» απειλούσαν να τινάξουν όλο το πολιτικό παιχνίδι στον αέρα. Δεν διοργανώνεις δημοψήφισμα για κάτι πραγματικά αμφισβητούμενο και φλέγον. Για κάτι δηλαδή για το οποίο η Ιστορία δεν έχει ακόμα αποφανθεί. Με άλλα λόγια: Δεν βάζεις τους θεατές της μοίρας τους μέσα στο παιχνίδι της Ιστορίας. Οι πάντες, μέσα κι έξω,  κρατούσαν την ανάσα. Αυτοί πάλι τα υπολόγιζαν κάπως έτσι: αν έχαναν θα υποχωρούσαν, αν κέρδιζαν οριακά θα υποχωρούσαν «οριακά». Αλλά το 62% τους τρόμαξε βαθειά.  Πολύ περισσότερο από τους Έλληνες και ξένους αντιπάλους τους. Η κατάσταση πλέον μύριζε μπαρούτι. Και δεν είχαν όρεξη να ηγηθούν σε μια ανταρσία, σε κάτι που έμοιαζε με την αρχή μιας επανάστασης. Αυτοί δεν είχαν στο μυαλό τους τίποτα άλλο από διαπραγμάτευση. Δεν ήταν του «βουνού» ούτε της Σιέρρας. Των πανεπιστημίων ήταν και των Ευρωπαϊκών κονδυλίων.
    Από κείνη τη στιγμή  δεν έμενε παρά ένα πρωθυπουργικό πραξικόπημα για να μαζέψουν τα πράγματα. Φώναξαν λοιπόν τους πολιτικούς αρχηγούς (τους συναδέλφους) να συσκεφτούν όλοι μαζί, δίνοντας έτσι υπόσταση σε πολιτικά ρετάλια. Φυσικά αυτοί ένιωσαν τον φόβο τους και αναθαρρώντας υπέβαλλαν, αν και ηττημένοι, τους όρους τους σαν να ήταν νικητές.
     Έπρεπε τώρα να το παρουσιάσουν στον κόσμο. Ο Πρωθυπουργός και η ηγετική ομάδα, κάτι σαν πρωθυπουργική κλίκα, κρύφτηκαν πίσω από το ευρώ. Το  «όχι» έπρεπε να ερμηνευτεί: δεν είχαν εξουσιοδότηση να βγάλουν τη χώρα από την ευρωζώνη. Έτσι με μια κίνηση το «όχι» μεταλλάχθηκε σε «ναι» κι αυτό είναι το μόνο πραξικόπημα που ανιχνεύεται. Το άλλο που υποτίθεται ότι έκαναν οι «εταίροι», στερεύοντας τη χρηματοδότηση, ήταν απολύτως μέσα στα πλαίσια της σύγκρουσης. Δικό τους ήταν το πρόβλημα αν αυτοί νόμιζαν ότι συζητούσαν με την Ευρώπη του Διαφωτισμού ενώ απέναντί τους καθόταν η Ευρώπη της Ιεράς Συμμαχίας. Ο Σώυμπλε τίμησε τη θέση του. Αυτοί όχι.
     Ο Τσίπρας βγήκε και εξήγησε συντετριμμένος ότι δεν του άφησαν άλλη λύση παρά να παραδοθεί. Μίλησε αόριστα για λάθη και πήρε μια αφηρημένη ευθύνη. Τίποτα συγκεκριμένο. Ο «περήφανος Λαός», αυτοί δηλαδή που εμπιστεύονταν τη μοίρα τους πότε Δεξιά και πότε Αριστερά δεν χρειαζότανε να ξέρουν. Δυό μέρες μετά ο Βαρουφάκης τον «άδειασε», για να διασωθεί ο ίδιος, «αποκαλύπτοντας» ότι τη νύχτα του 62% πήγε περιχαρής στην Κουμουνδούρου για να γιορτάσει την μεγάλη νίκη και βρέθηκε μπρος σε κατεβασμένα μούτρα. Μα καλά, τόσο αθώο παιδί ήταν? Δεν είχε τίποτα καταλάβει? Δεν ήξερε, ο οικονομολόγος, το κλίμα της ηττοπάθειας και της ενδοτικότητας μέσα στον Σύριζα τόσο καιρό? Από δω και πέρα θα παρακολουθήσουμε το «ο σώζων εαυτόν σωθήτω.
    Κρύφτηκαν επίσης πίσω απ’ τον κίνδυνο του Εθνικού Διχασμού. Τον οποίον βέβαια επέσειαν πάνω απ’ τα κεφάλια τους οι αντίπαλοί τους της Δεξιάς κι αυτοί ενοχικοί και δαμασμένοι από καιρό, έσκυβαν διαρκώς με τ’ αυτιά τραβηγμένα πίσω. Λες κι οτιδήποτε σημαντικό μπορεί να γίνει με ομόνοια.
    Πολλά και εγκληματικά τα λάθη που έκαναν οι κυβερνώντες: Δεν γνώριζαν τον αντίπαλο. Ήθελαν ν’ αλλάξουν την Ευρώπη ώστε να αλλάξει η Ελλάδα ενώ αντίθετα έπρεπε να αλλάξουν την Ελλάδα ώστε να αλλάξει η Ευρώπη (και όχι μόνο). Πολυλογούσαν για μια «Ευρώπη των Λαών» ενώ θα έπρεπε να βγάλουν τη χώρα από την Ευρωπαϊκή Ένωση, μόλις έγινε φανερό ότι δεν υπάρχει διαπραγμάτευση, και να απευθυνθούν στους λαούς της Ευρώπης(και όχι μόνο). Τι άλλο μπορεί να κάνει ο αδύναμος παρά να αποφύγει να δώσει τη μάχη κατά παράταξιν επιτιθέμενος στο κέντρο του αντιπάλου και να ετοιμάζεται πυρετωδώς να τη δώσει στο έδαφος που γνωρίζει?
    Ακόμα πήγαν να συγκρουστούν αφήνοντας πίσω τους τα εγχώρια ΜΜΕ στα χέρια του εχθρού. Θα αρκούσε να πάνε 2-3 φορές, εν σώματι, απάνω, να υποβάλλουν κι αυτοί τους όρους τους, να γυρίσουν πίσω να κηρύξουν στάση πληρωμών και τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και να αρχίσουν τη διαδικασία αλλαγής νομίσματος. Προτίμησαν να κρέμονται από τα μπατζάκια της Ευρώπης ώσπου τελικά τους κλώτσησαν. Η κατάσταση τώρα είναι δραματική.
     Επιπλέον φοβόντουσαν πολύ τον έλεγχο των μνημονιακών, εδώ στο εσωτερικό, επειδή εξ αρχής δεν είχαν μιλήσει καθαρά. Η ασάφεια στον δικό τους λόγο θα τους κατατρέχει έως το τέλος τους. Πίστευαν ότι θα είναι «δημιουργική» δηλαδή θα τους δώσει περιθώρια ελιγμών (όπως τους είχε δώσει και τη νίκη στις εκλογές) και το νόμιζαν αυτό πολιτική ευφυΐα. Ο Βαρουφάκης δεν ανακάλυψε την δημιουργική ασάφεια απλά έδωσε όνομα σ’ αυτό που υπήρχε εν αφθονία μέσα στον Σύριζα. Ακόμα και το ερώτημα του δημοψηφίσματος ήταν ασαφές και πονηρά διατυπωμένο αφού δεν ρώταγε πόσο μακριά μπορεί να πάει το «όχι», αν χρειαστεί, ώστε να μην φοβίσει το εκλογικό σώμα. Αυτή η στάση δεν τους βοήθησε «έξω» γιατί ή ασάφεια ευνοεί πάντα τον ισχυρότερο, θα δούμε αν θα τους σώσει «μέσα» όταν θα συνθλίβονται ανάμεσα στα πραγματικά αφεντικά της κοινωνίας και σ’ αυτούς που άφησαν στα κρύα του λουτρού.

    Έτσι ο Σύριζα οδήγησε τη χώρα σε πανωλεθρία και απεδείχθει ο «κλητός αλλά όχι ο εκλεκτός της Ιστορίας» όπως χαρακτηρίζει ο Στέφαν Τσβάιχ τον Γκρουσύ, τον μοιραίο στρατηγό του Ναπολέοντα που είναι υπεύθυνος για την ήττα στο Βατερλώ. Από εδώ και πέρα θα ζήσουν το «Ουαί τοις ηττημένοις»  και μάλιστα χωρίς κανένα στοιχείο ηρωισμού. Δεν θα υπάρξει αίμα αφού τέτοιο δεν κύλαγε στις φλέβες τους. Μόνο στύψιμο και πέταμα.

    Αναφέρθηκα πιο πάνω σε πρωθυπουργική κλίκα. Όχι άδικα, υπάρχουν αυτοί όπως και οι άνθρωποι της Αυλής. Στις ερωτήσεις μας αυτούς τους 5 μήνες σε μέλη και στελέχη του Σύριζα, «τι γίνεται εκεί μέσα?» απαντούσαν μουδιασμένα ότι δεν έχουν ιδέα κι ότι έχουν «κλείσει οι πόρτες» προς την ηγεσία. Ας σηκώσουν τώρα αυτοί οι «αγνοί αγωνιστές» το σταυρό της αφέλειάς τους. Τι γίνεται όμως με όλο αυτόν τον κόσμο που δέχτηκε χτύπημα κάτω από τη ζώνη και ένα απ’ αυτά τα χαστούκια που μουδιάζουν το μυαλό? Που πρέπει να ανέχεται αυτούς που μιλούν χωρίς τσίπα αντί να το βουλώνουν και αυτούς που αγιογραφούν τον Τσίπρα σαν τον κομματικό ηγέτη που τώρα ωριμάζει και γίνεται εθνάρχης? Και που έχουν χάσει κάθε μέτρο επειδή αυτοί που τους ακούν παραμένουν σιωπηλοί προς το παρόν?

    Τι μέλλει γενέσθαι τώρα? Η «κρίση» όπως είχε προβλεφθεί διέλυσε όλο το πολιτικό Σύστημα αφού είναι κρίση Αλήθειας. Απέναντι στους αποικιοκράτες, τον καπιταλισμό και το κράτος είμαστε μόνοι. Δίχως ψευδαισθήσεις. Και τελείως γυμνοί.
     Ποιοί όμως είμαστε εμείς? Είμαστε οι ανέκαθεν φτωχοί, οι πρόσφατα φτωχοποιημένοι που έζησαν την ευμάρεια και τώρα  τους επιφυλάσσεται η μοντέρνα φτώχεια και αυτοί που λαχταρούν να ζήσουν την περιπέτεια του καιρού τους. Η κατάστασή μας δεν είναι τόσο απογοητευτική γιατί έχουμε μια απίστευτη ευκαιρία. Η σκόνη πάνω απ’ το πεδίο της μάχης διαλύεται, οι αντίπαλοι χωρίζουν για την τελική σύγκρουση και για πρώτη φορά ο εχθρός δεν κρύβεται μέσα στις τάξεις μας.  Η αυτονομία μας και η αυτοδιαχείριση του κόσμου που θα φτιάξουμε είναι η μόνη σωτηρία. Και η εκδίκηση για αυτή την τελευταία προσβολή που δεχτήκαμε, πράξη δικαιοσύνης. Με αυτά τα δεδομένα ξαναγυρνάμε στη φυσική μας κοίτη που είναι το πεζοδρόμιο.

                                                                                                             
                                                                                                                    Β. Η