Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2015

Στα βράχια!




Σημ: Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε φέτος στις 22 Απριλίου στον Πύραυλο των Υπογείων κατόπιν ναυαγίου στη Ρόδο. Δυστυχώς, μου φαίνεται όλο και πιο επίκαιρο για αυτό το αναδημοσιεύω εδώ . 


Από τις 9 μέχρι τις 10 το πρωί γύρναγε το καράβι έξω από την παραλία του Ζέφυρου. Πολλοί το είδανε πηγαίνοντας στη δουλειά τους κι αυτοί που ανεβοκατέβαιναν τις σκάλες της Εφορίας κι αυτοί που έμπαιναν στη Ρόδο. Το κατάστρωμα ήταν γεμάτο κόσμο που κοίταζε προς την ακτή. Τελικά στις 10 πήγε και έπεσε πάνω στον ύφαλο κι έγινε κομμάτια. Η θάλασσα γέμισε συντρίμμια και ανθρώπους που πνίγονταν. Κάποιοι που ψάρευαν εκεί κοντά και οι περίοικοι από τις εργατικές πολυκατοικίες έτρεχαν πάνω στην ξέρα κι έβγαζαν καμπόσους έξω ενώ έφτανε το περιπολικό του λιμενικού ένα φουσκωτό ταχύπλοο και δύο ρυμουλκά. Τους περισσότερους τους περισυνέλλεξαν τα σκάφη και οι ψαρόβαρκες που είχαν μαζευτεί, και τα κατάφερναν καλά αυτές γιατί ευκολότερα μπορούσαν να προσεγγίσουν το σημείο, αλλά μερικοί είχαν αρπαχτεί από τα βράχια και κει πάνω τους χτύπαγε το κύμα. Αυτούς τους έβγαλαν με τα χίλια ζόρια, και κάποιες στιγμές με δικό τους κίνδυνο, οι πυροσβέστες, οι λιμενικοί και οι κάτοικοι. Τους έπαιρναν έναν-έναν τα ασθενοφόρα που είχαν μαζευτεί πάνω στον δρόμο.

Τις επόμενες 3-4 ώρες η θάλασσα διέλυε τα απομεινάρια του ναυαγίου, η ακτή γέμισε παλιόξυλα και μελαμίνες. Εν τω μεταξύ φαινόταν καθαρά, όπως  το σκάφος είχε έρθει τούμπα, το κάτω μέρος του κύτους που βαμμένο σκουρόχρωμο πορτοκαλί ξεπρόβαλε στην επιφάνεια σαν ράχη φάλαινας. Η ξέρα ήταν γεμάτη άντρες που έκαναν πλιάτσικο. Ή μάλλον επιδίδονταν στο αρχαίο επάγγελμα των φτωχών των παράκτιων περιοχών, που πλιατσικολογούσαν ό,τι ξεβράζει η θάλασσα. Άλλος κουβάλαγε μια πόρτα, δυο-τρεις είχαν στήσει μια ολόκληρη επιχείρηση για να αδειάσουν μια πλαστική δεξαμενή πετρελαίου και να την σύρουν πάνω από τον ύφαλο και άλλοι τους συνέτρεχαν με παραγγέλματα και συμβουλές.

Όλοι έβριζαν τους Αμερικάνους, τους Τούρκους δουλέμπορους, το Τούρκικο κράτος, τους Ευρωπαίους και τη συνθήκη Δουβλίνο 2. Για τους ναυαγούς είχαν μόνο λόγια συμπάθειας. Τους πνίξανε τους ανθρώπους!

Ακούγονταν φήμες ότι στο καράβι επέβαιναν 120 άνθρωποι κι ότι υπήρχαν 3 πνιγμένοι. Μια γυναίκα με το παιδί της κι ένας ακόμα. Τα περιπολικά του Λιμενικού έκοβαν βόλτες στ’ ανοιχτά ενώ σε μια στιγμή εμφανίστηκε ένα ελικόπτερο Super Puma. Πρέπει να έψαχναν για αγνοούμενους. Στην παραλία του Ζέφυρου είχε λίγους τουρίστες που έβαζαν αντιηλιακά. Δεν φαίνονταν να έχουν πάρει είδηση τι είχε συμβεί. Θα το καταλάβαιναν μια και καλή αν βρίσκονταν να κολυμπάνε δίπλα σε κανένα πνιγμένο. Κάποιος είπε: Η ζωή κι ο θάνατος μαζί!  Ήταν κι αυτή μια άποψη απ’ όσες ακούστηκαν εκείνη την ημέρα.

Αργά το απόγευμα σηκώθηκα και πήγα στο Λιμεναρχείο. Τους περισσότερους τους είχαν συγκεντρώσει εκεί. Λιγοστοί ήταν στην Αστυνομία και μερικοί στο νοσοκομείο. Οι πιο πολλοί από τους ναυαγούς ήταν από τη Συρία. Υπήρχαν μερικοί Ερυθραίοι και μερικοί  Ιρακινοί και Παλαιστίνιοι. Όλα  ήταν συγκεχυμένα και ήταν δύσκολο να καταλάβεις τι είχε συμβεί. Ακούστηκε ότι ανάμεσα στους πρόσφυγες βρίσκονταν και δύο διακινητές τους οποίους και είχαν συλλάβει. Ο καπετάνιος μάλλον είχε κατεβάσει τη βάρκα και είχε φύγει. Πού ακούστηκε καπετάνιος να εγκαταλείπει το καράβι του και τους επιβάτες στη μοίρα τους! Μαύροι καπεταναίοι!

Πριν λίγο είχαν εμφανιστεί και οι άνθρωποι των ΜΜΕ. Ήταν τρεις −δύο τεχνικοί και ο κουμανταδόρος τους, ένας κουστουμαρισμένος λιμοκοντόρος. Άδειασαν από ένα βαν ένα σωρό μηχανήματα −μικρόφωνα, κάμερες και προβολείς− και τα αράδιασαν στο δάπεδο. Έστηναν τα τριπόδια και ετοιμαζόντουσαν όλο φούρια ρίχνοντας γρήγορες και κοφτές ματιές δεξιά κι αριστερά. Μπαινόβγαιναν παντού και συμπεριφέρονταν σαν κυρίαρχοι της κατάστασης. Μου θύμιζαν ό,τι πλησιέστερο υπάρχει στις ύαινες, ανάμεσα στο ανθρώπινο είδος.

Δύο αστυνομικοί έφεραν έναν πρόσφυγα από την Αστυνομία. Τούτοι δω ήταν δύο αγριωπά γομάρια αλλά φορούσαν πλαστικά γαντάκια πράγμα που τους έκανε να μοιάζουν με ευυπόληπτες και ευάλωτες παρθένες. Μια δύο κοπέλες του Λιμενικού και των υγειονομικών υπηρεσιών φόραγαν μικρές άσπρες μάσκες αλλά πουθενά αυτό το κακό που γίνεται σε παρόμοιες καταστάσεις στην Ευρώπη, όπως προχθές στην Ιταλία, που είναι ντυμένοι με άσπρες στολές και φορούν όλοι μάσκες λες και έχουν να κάνουν με πυρηνικά απόβλητα.

Γενικά, τους φέρονταν καλά και με μεγάλη προθυμία και φροντίδα αν και το ένοιωθες ότι η στολή και ο επαγγελματισμός στέκονταν εμπόδιο σε μια στενότερη επαφή. Ο άνθρωπος που είχαν φέρει από την αστυνομία έψαχνε να βρει μες τα λιγοστά πράγματα που είχαν περισωθεί ένα τσαντάκι με ενέσεις ινσουλίνης και επειδή δεν το έβρισκε κάλεσαν ασθενοφόρο να τον πάρει στο νοσοκομείο.

Υπήρχε και μια ψηλή νεαρή κυρία από την Αρμοστεία του Ο.Η.Ε για τους πρόσφυγες που σημείωνε τις εθνικότητες των ναυαγών μαζί με τον έναν από τους δυο Σύριους διερμηνείς που ζούσε χρόνια στην Ελλάδα και μιλούσε καλά ελληνικά. Έκανε τη δουλειά της με την αυτοπεποίθηση που δίνει η ρουτίνα και απέπνεε κύρος. Όταν την πλησίασα και την ρώτησα με ευγένεια, γιατί έριξαν το καράβι στην ξέρα αντί να το “καθίσουν” στη διπλανή αμμουδερή παραλία, κι αν κάποιοι διεθνείς νόμοι ευνοούν αυτούς που θαλασσοπνίγονται σε σχέση με αυτούς που απλά εισέρχονται παράνομα σε μια χώρα, με ρώτησε κουμπωμένη αν είμαι δημοσιογράφος. Την καθησύχασα και φάνηκε έτοιμη να μου απαντήσει αλλά αμέσως ανέκτησε κάποιου είδους αυτοκυριαρχία και μου είπε: Δεν μπορώ να σας δώσω καμιά απάντηση. Θα μάθετε από τους ίδιους όταν απελευθερωθούν

Αυτοί που έδειχναν ένα πραγματικό αίσθημα ήταν οι Ροδίτες που έρχονταν συνεχώς φέρνοντας ρούχα και τρόφιμα. Οι πιο πολλές ήταν γυναίκες. Ανέβαιναν τις σκάλες, έλεγαν τον λόγο της επίσκεψής τους και ρώταγαν που να αφήσουν αυτά που έφεραν. Τα άφηναν μαζί με τα όλα άλλα, κοντοστέκονταν για λίγο κοιτώντας προς τους πρόσφυγες που ήταν συγκεντρωμένοι στο αίθριο, έλεγαν δυό λόγια συμπάθειας και αποχωρούσαν. Ήταν λίγο σαν να πήγαιναν στην εκκλησιά και να άναβαν κερί. Αλλά πάλι δεν είναι καθόλου σίγουρο αν όλοι αυτοί οι άνθρωποι που ένοιωθαν αλληλέγγυοι με τους θαλασσοδαρμένους θα είχαν την διάθεση να αναλάβουν καθ’ ολοκληρίαν τη φροντίδα τους και επί μακρόν.

Την ώρα που σουρούπωνε πήγα και έκατσα σ’ ένα ξύλινο πάγκο δίπλα στον διερμηνέα που είχα δει με την αντιπρόσωπο του Ο.Η.Ε. Ήταν μεσήλικας, αρκετά παχύς και άρθρωνε σιγανά και με δυσκολία, σαν να υπέφερε από άσθμα. Μίλησε αργά και με πόνο για την πατρίδα του. Είπε ότι 4 εκατομμύρια άνθρωποι έφυγαν έξω από τη χώρα. 5 εκατομμύρια ήταν εκτοπισμένοι εντός Συρίας και γύρω στις 400 χιλιάδες ήταν οι νεκροί. Άλλες 50 ή 100 χιλιάδες ήταν αγνοούμενοι οι οποίοι έπρεπε να θεωρούνται πρακτικά νεκροί. Όλα αυτά επί συνόλου 22 εκατομμυρίων. Είπε ότι οι λογικοί άνθρωποι δεν έχουν πια φωνή στη Συρία. Είχε μιλήσει με εκπροσώπους της Συριακής αντιπολίτευσης και του είχαν πει ότι δεν έχουνε τη χώρα αλλά προτίθενται να την κάψουν για να την πάρουν. Είχε μιλήσει και με κυβερνητικούς και αυτοί ήταν διατεθειμένοι να την κάψουν για να κρατήσουν ό,τι θα απέμενε. Είπε ότι ανάμεσα στους αντιπάλους του Άσαντ, αλλά και μέσα στο κυβερνητικό στρατόπεδο, όσοι ήταν ψύχραιμοι και μετριοπαθείς, όλοι τους, ήταν νεκροί ή στη φυλακή. Κι ότι στο αντικυβερνητικό στρατόπεδο έχουν επικρατήσει οι άνθρωποι της Αλ Κάιντα και πρόσφατα του ISIS.

Παρατήρησα ότι οι περισσότεροι πρόσφυγες ανήκαν στη μεσαία τάξη. Α ναι! είπε, ο καθένας τους χρειάζεται 5 με 10 χιλιάδες δολλάρια για να ταξιδέψει. Πουλάνε ένα χωράφι ή ένα σπίτι και φεύγουν για να σωθούν. Οι φτωχοί? ρώτησα. Α! αυτοί πάνε στα στρατόπεδα είπε. Στον Λίβανο, στην Τουρκία και στην Ιορδανία.

Ήταν σαν νεκρολογία για μια χαμένη χώρα. Οπότε υπέθεσα ότι στο λαχάνιασμα του, το άσθμα ήταν αυτό που μπορούσαν να διαγνώσουν οι γιατροί. Η πραγματική του πάθηση ήταν τα στοιχεία που μου είχε αναφέρει αργά και βασανιστικά.

Όσο μιλάγαμε, πίσω μας είχε αρχίσει να εκτυλίσσεται μια κωμωδία. Κάτι πολύ γκροτέσκο. Ούτε γύρισα να κοιτάξω γιατί ήξερα τι θα συμβεί. Οι άνθρωποι των ΜΜΕ είχαν αρπάξει έναν μηχανικό των ρυμουλκών ο οποίος είχε βουτήξει στη θάλασσα και είχε σώσει ένα μωρό που πνιγότανε άφωνο. Είχε διηγηθεί την ιστορία του, πιο πριν σε κάποιους, ξεχειλίζοντας απ’ αυτό που είχε ζήσει και τώρα που τον είχαν εντοπίσει τον κολάκευαν, τον «ζέσταιναν», τον αποθέωναν. Άναψαν τους προβολείς, τον έστησαν με φόντο τη θάλασσα, κι αφού με όλα αυτά τον είχαν μετατρέψει σε ένα κομμάτι κρέας τον κατασπάραξαν μπρος στους τηλεθεατές.

Κατόπιν εμφανίστηκε μια γυναίκα, τυλιγμένη σε κουβέρτα που την υποβάσταζαν δύο οδηγοί του ΕΚΑΒ με προορισμό το νοσοκομείο. Οι τεχνικοί κινήθηκαν προς τη μεριά της. «Αφήστε την αυτή!» είπε ο κουμανταδόρος «έχει τα χάλια της!» Από κάπου ακούστηκε ότι είναι έγκυος. Μεμιάς άναψαν οι προβολείς και πήγαιναν και οι τρεις με την όπισθεν ενώ έπεφταν βροχή οι ερωτήσεις, «Είναι έγκυος?» Ναι, είπε ο οδηγός. «Πόσων μηνών?»  «Δεν ξέρω». Η γυναίκα μπήκε στο ασθενοφόρο, οι πόρτες βρόντηξαν! «Λοιπόν τελειώσαμε!» είπε ο ένας. «Φεύγουμε!» είπε ο άλλος. «Πάμε για φαΐ!» είπε ο κουμανταδόρος.

Η κίνηση είχε κοπάσει. Μια γυναίκα καθόταν εκεί μέσα ακίνητη και σιωπηλή με μια μαντήλα ριγμένη πάνω στο κεφάλι. Έκατσα για λίγο μόνος στον πάγκο και σκέφτηκα όλους αυτούς τους ανθρώπους που κούρνιαζαν ο ένας δίπλα στον άλλο. Η νύχτα ήταν ειρηνική, μια γλυκειά ανοιξιάτικη νύχτα. Μόλις σήμερα το πρωί είχαν γλυτώσει από τη θάλασσα.
        

                                                             Β.Η                           




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου